Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑ;
Το «νέο σχολείο» της αγοράς.
Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό - ερευνητή, http://gkavadias.blogspot.com

Οι πρόσφατες εξαγγελίες για το «νέο σχολείο» σηματοδοτούν ένα νέο κύκλο αλλαγών και αλυσιδωτών εκρήξεων στην εκπαίδευση. Εκφράζουν μια μορφή εκπαίδευσης συνδεόμενη όλο και πιο στενά με τις ανάγκες της αγοράς. Με λαϊκιστικά συνθήματα τύπου «πρώτα ο μαθητής» υπονομεύουν τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ένα από τα τελευταία απομεινάρια του κατεδαφισμένου «κράτους – πρόνοιας».
Η γενική – ανθρωπιστική εκπαίδευση και ως έννοια χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο και ανασημασιοδοτείται, ώστε μαζί με την κατάρτιση να αποτελούν εργαλεία στην υπηρεσία της οικονομίας. Οι επίσημες διακηρύξεις αναφέρονται στη «βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα», για ένα «εκπαιδευτικό σύστημα ανταγωνιστικό στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης… ». Το σχολείο και οι σχολές προορίζονται να τροφοδοτούν την αγορά με εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής, θα μπορεί να επανακαταρίζεται διαδοχικά σε δεξιότητες που, κατά περίπτωση, θα επιζητούν οι επιχειρήσεις. Οι δεξιότητες που προσφέρει μια κατάρτιση δίχως ενιαία και ολόπλευρη μόρφωση, απαξιώνονται γρήγορα, από την εξέλιξη και μόνο της τεχνολογίας. Έτσι η περιβόητη «δια βίου εκπαίδευση» ξεπέφτει σε μια εργαλειακή ειδίκευση και κατάρτιση. Η εύηχη προοπτική της «δια βίου εκπαίδευσης» είναι συμπληρωματική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της κυρίαρχης τάσης να καταργηθεί κάθε έννοια εργασιακού δικαιώματος.
« Η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης» εξαγγέλλεται ως ένας βασικός στόχος του «νέου σχολείου». Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργεί και η αξιολόγηση με βάση τις αρχές και τους στόχους του «νέου σχολείου»: «Γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση. Ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες». Με άλλα λόγια η «ποιότητα» ισοδυναμεί με «γνώσεις» και δεξιότητες που απαιτεί η αγορά, η οποία στο «αποκεντρωμένο» σχολείο εμπλέκεται άμεσα στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, στον εκσυγχρονισμό των μέσων διδασκαλίας και στην αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών.
Επιδιώκεται έτσι να διαμορφωθεί ένας τύπος ανθρώπου και, κυρίως, εργαζομένου που πρέπει να είναι ευέλικτος και προσαρμόσιμος στις αλλαγές στην αγορά εργασίας και κυρίως παραγωγικός και πειθήνιος. Το «νέο σχολείο» προκρίνει στη θέση της μόρφωσης και της ολοκληρωμένης γνώσης την εκμάθηση δεξιοτήτων, τη συσσώρευση πληροφοριών και ασπόνδυλες γνώσεις.
Όσο για τις μεγαλόστομες εξαγγελίες για την εισαγωγή των Νέων Τεχνολογιών (διαδραστικοί πίνακες, υπολογιστής σε κάθε θρανίο, ηλεκτρονικό βιβλίο κ.α.), μοιάζουν τουλάχιστον υποκριτικές και χλευάζονται από την σκληρή πραγματικότητα, αφού η λιτότητα και οι περικοπές (10% στις πιστώσεις του προϋπολογισμού ή κατά 781 εκ. ευρώ) στην εκπαίδευση αναπαράγουν τα χρόνια προβλήματα: παμπάλαια κτίρια, χωρίς υποδομές, εργαστήρια και χώρους άθλησης, με 30 μαθητές ανά τμήμα, με δραματική μείωση διορισμών, με κακοπληρωμένους, χωρίς επιμόρφωση και απαξιωμένους από την εξουσία εκπαιδευτικούς.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι αναγκαία η ορθολογική οργάνωση της εκπαίδευσης με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, μα και τις ανάγκες των νέων. Γι’ αυτό και το σχολείο οφείλει να γνωρίσει σε όλους τους μαθητές τα βασικά στοιχεία όλων των εφαρμοσμένων και ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά και τα βασικά στοιχεία της βιομηχανικής, αγροτικής παραγωγής και της αναπτυσσόμενης τεχνολογίας. Μόνο αυτή η ενιαία και ολόπλευρη μόρφωση μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες μιας ανάπτυξης σε όφελος των ανθρώπων και όχι των κερδών.
«ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»
Στο όνομα του νέου πατριωτισμού που χαλκεύει νέα δεσμά εξάρτησης

Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό – ερευνητή.

Το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ) της κυβέρνησης και τα καθημερινά «έκτακτα μέτρα» είναι συνταγές που υποδεικνύουν εδώ και δεκαετίες η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Και βέβαια δεν πρόκειται για ένα «πακέτο» οικονομικών μέτρων που δήθεν θα μας βγάλουν από την «εθνική χρεοκοπία», αλλά περιλαμβάνουν ποικίλες «μεταρρυθμιστικές ενέργειες». Η «δημοσιονομική κρίση» αποτελεί μια ευκαιρία για να κατεδαφιστούν δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων από τον προηγούμενο αιώνα.
Δοκιμασμένες συνταγές πασπαλισμένες με μπόλικο «νέο πατριωτισμό» επιστρατεύονται για να δημιουργηθούν ευνοϊκότερες συνθήκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Από τη δεκαετία του ΄80 ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προωθούσε τη σαρωτική «μεταρρύθμιση» των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Άλλωστε από το 1992 η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ είχε στόχο τους μισθούς, το οκτάωρο, τις συντάξεις και εν γένει τα δικαιώματα στη μόνιμη εργασία.
Αυτό σημαίνει ότι το ΠΣΑ δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Πρόκειται για αλυσίδα μέτρων που θα επαναλαμβάνεται τα επόμενα χρόνια κάτω από την κηδεμονία της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. Γι’ αυτό το πρόβλημα της εξάρτησης και της εθνικής κυριαρχίας που «θυμήθηκε» μόλις τώρα η κυβέρνηση δεν είναι απόρροια της οικονομικής κρίσης, αλλά βασικό αίτιό της και αποτέλεσμα της ένταξης σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε.
Η φιλολογία περί χρεοκοπίας με την τρομοκρατία των αριθμών δεν μπορεί να αντικρούσει ότι ακόμα και οι πιο ανεπτυγμένες χώρες βρίσκονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το συνολικό χρέος της Ελλάδας που ανέρχεται σε 179% του ΑΕΠ είναι περίπου ίσο με τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 175%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα, αλλά αποτέλεσμα της κυρίαρχης πολιτικής και χρησιμοποιείται ως μέσο βίαιης αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των ισχυρών.
Αυτοί που ευθύνονται για την κρίση όχι μόνο δε θα πληρώσουν, αλλά βγαίνουν και κερδισμένοι. Καθημερινά οι εργαζόμενοι παράγουν πλούτο. Από το 1990 μέχρι το 2007 το ΑΕΠ της χώρας από 38 δις ευρώ ανήλθε στα 208 δις ευρώ. Αυξήθηκε δηλαδή κατά 5,5 φορές. Στο ίδιο διάστημα τα κέρδη των επιχειρήσεων από 575 εκατομμύρια ευρώ εκτοξεύτηκαν στα 16δις . Αυξήθηκαν κατά 28 φορές. (ICAP). Σύμφωνα με την Ένωση Τραπεζών την τετραετία 20004 – 2008 οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες πέτυχαν αθροιστικά αύξηση κερδών κατά 138.69%, ενώ οι φόροι τους μειώθηκαν κατά 37,05 %. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φορολογική επιβάρυνση για τους εργαζόμενους ανέρχεται στο 35,5%, ενώ για τις επιχειρήσεις στο 15,9%, όταν στην Ε.Ε. – 25, είναι 33%!
Ουκ ολίγα στοιχεία αποδεικνύουν την αλήθεια της ρήσης του πρωθυπουργού που προεκλογικά τόνιζε: « Λεφτά υπάρχουν, μόνο που η κυβέρνηση τα πηγαίνει κάπου αλλού».
Την ίδια ώρα που οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν την κρίση έχουν από τις χαμηλότερες αποδοχές στην Ε.Ε. εργαζόμενος στην Ελλάδα έχει μεικτές ετήσιες αποδοχές 19.702 ευρώ έναντι 36.387 που λαμβάνουν οι Ιρλανδοί ή 24.188 οι Ιταλοί . Στην Ελλάδα το 1/3 των Ελλήνων ζουν με λιγότερα από 470 ευρώ μηνιαίως, ενώ το 20% των παιδιών ζουν επίσης κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πέρα από τους αριθμούς και την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων η κρίση εγκυμονεί κινδύνους, αλλά αποτελεί και μια ευκαιρία αντίστασης και ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής που θέτει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους.