Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΕΙΟΙ Του Γιώργου Κ. Καββαδία* «Δίχως Ιστορία, η εξουσία μας οδηγεί εκεί που θέλει». H. Zinn Με αφορμή τη σημερινή εθνική επέτειο αναρωτιέται κανείς, αν ο τρόπος που γιορτάζεται, δίνει τη δυνατότητα για αναστοχασμό, τόσο για τις ιστορικές συνθήκες και τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821, όσο και για τη σύνδεση τους με τη σύγχρονη εποχή; Μήπως, άραγε, οι τυπικές και μονόπλευρες γιορταστικές εκδηλώσεις, όχι μόνον αμβλύνουν την ιστορική μνήμη και παραχαράσσουν την ιστορική πραγματικότητα, αλλά διευκολύνουν τους κυρίαρχους να διαμορφώσουν μια κοινωνία λήθης και αδράνειας, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους; Στρατοκρατία και παρελάσεις Είναι αλήθεια ότι μέσα από τις ωραιολογίες των πανηγυρικών της ημέρας και τις τυπικές τελετές, μέσα σε ένα τεχνητό κλίμα εθνικής έξαρσης και ευφορίας που διευκολύνει την έντονη ενεργοποίηση του συναισθήματος και τον παραγκωνισμό της κριτικής σκέψης, οι ιστορικές αλήθειες κλειδώνονται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και αντικαθίστανται από εθνικούς μύθους και στερεότυπα. Από αυτού του είδους τις τελετές ξεχωρίζουν οι παρελάσεις που σε φαντασιακό και πραγματικό επίπεδο αποτελούν μια λατρευτική εκδήλωση του έθνους που μπορεί δήθεν να μας ενώσει όλους και να μας κάνει να ξεχάσουμε τις ταξικές ή άλλες διαφορές, υπενθυμίζοντας και προβάλλοντας το κοινό ένδοξο παρελθόν και το εθνικό συμφέρον. Ειδικότερα οι παρελάσεις απλώνουν τις ρίζες τους στον προηγούμενο αιώνα. Τα σχολεία εμφανίζονται παραταγμένα στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1924 που συνέπιπτε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Όμως για πρώτη φορά η μαθητική παρέλαση παίρνει χαρακτήρα επίσημο και συμπληρωματικό ως προς τη στρατιωτική , από το 1936. Τον Μάρτιο παρελαύνουν τα σχολεία επικεφαλής της πομπής, μπροστά στον Μεταξά και τον Βασιλιά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της νεολαίας και θα χρησιμοποιήσει γιορτές και παρελάσεις ως όργανα για τους σκοπούς του. Από τότε η σχολική παρέλαση συνδέθηκε απόλυτα με την στρατιωτική και ούτε οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δε διανοήθηκαν να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα των υποχρεωτικών παρελάσεων. Ο «φετιχισμός» των σχολικών βιβλίων Πολλοί καταλογίζουν στη νέα γενιά, με έναν ισοπεδωτικό, κατά κανόνα, τρόπο ιστορική άγνοια, αποσιωπώντας ή και παραποιώντας τις αιτίες. Πέρα από τις υπερβολές και, κυρίως, την απόκρυψη των αιτιών, το πρόβλημα της προσέγγισης της ιστορικής γνώσης και της κριτικής αφομοίωσης της είναι ένα από τα σοβαρότερα, γιατί η Ιστορία παραμένει terra incognita (άγνωστη γη). Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι καθαρά εκπαιδευτικό, αλλά κοινωνικό, πολιτικό. Γιατί «οι αντιπαραθέσεις για το τι θα διδαχθούν τα απιδιά στο σχολείο είναι πάντοτε αντιπαραθέσεις για το τι κοινωνία θέλουμε και ποιο θα είναι το μέλλον της». (Μ. Young) άλλωστε η πολιτική εξουσία έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει τόσο στη συγγραφή των σχολικών βιβλίων, όσο και στο «ψαλίδισμα» της ύλης επιδιώκοντας τη διαπαιδαγώγηση των νέων σύμφωνα με την «επίσημη Ιστορία» σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που ευνοεί την ιστορική αμάθεια και δικαιώνοντας τους Κινέζους που έγραφαν: «Η Ιστορία γράφεται από τους μανδαρίνους και για τους μανδαρίνους» Χρειάζεται, όμως, να εξετάσουμε πώς το μάθημα και τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας αναπαράγουν τους εθνικούς μύθους και την αμάθεια. Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 τα σχολικά βιβλία «εκσυγχρονίζονται» με βάση τις προδιαγραφές της «νέας ευρωπαϊκής σκέψης». Στη θέση των ατελείωτων πολεμικών γεγονότων και εθνικών στερεοτύπων προβάλλεται μια «σούπα ιδεών», όπου το κύριο μπερδεύεται με το δευτερεύον, το αίτιο με το αποτέλεσμα. Αντί της αναγκαίας αφήγησης που έχουν ανάγκη οι μαθητές περιέχονται θραύσματα ιστορικών γνώσεων, με αποτέλεσμα να διαβάζουν τη σελίδα χωρίς να γνωρίζουν που ακριβώς αυτή εντάσσεται. Άλλωστε σύμφωνα με τους εκσυγχρονιστές σημασία δεν έχει η εξήγηση του γεγονότος, αλλά το νόημά του. Όχι αυτό που συνέβη(γεγονός, αίτιο, αποτέλεσμα, ένταξή του στο χρόνο), αλλά αυτό που αισθάνεται ο μαθητής (βιωματική προσέγγιση), έτσι ώστε να μην υπάρχει «ιστορική αλήθεια», αλλά «ατομική αλήθεια». Με δυο λόγια και παρά τις διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν, από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας απουσιάζει το ιστορικό πλαίσιο, οι κοινωνικές συγκρούσεις εξοστρακίζονται, ενώ η συνολική αφήγηση «κόβεται» σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές. Απομένει το απομονωμένο γεγονός, ενώ το «πώς» και το «γιατί» έχουν εξαφανιστεί. Πρόκειται για σπαράγματα-θραύσματα γεγονότων χωρίς συνέχεια. Σήμερα η κυρίαρχη τάση συγγραφής της επίσημης Ιστορίας είναι μια νέα σύνθεση εθνοκεντρικού και ευρωκεντρικού προσανατολισμού στο πλαίσιο του κοσμοπολιτισμού της Νέας Τάξης Πραγμάτων έρχεται να αντικαταστήσει την «εθνική μυθολογία». Ένα βασικό δόγμα της ιδεολογίας της Νέας Τάξης είναι το «δόγμα της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας». Τα αναμορφωμένα βιβλία εκφράζουν τη νεοταξική ιδεολογία, επιδιώκουν να αποδομήσουν την όποια εθνική συνείδηση, με στόχο την ιδεολογική κατάργηση των εθνών-κρατών, το αναγκαίο συμπλήρωμα της φυσικής κατάργησής τους μέσα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Υπερτονίζουν συνεχώς τη σημασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά εξαφανίζει και κάθε ταξική διαίρεση και σύγκρουση. Παράλληλα έχει διαπιστωθεί και ερευνητικά ότι η «αναγκαστική επικέντρωση της διδασκαλίας στην προετοιμασία των μαθητών για τις εξετάσεις» είναι βασική αιτία για την αδυναμία κατανόησης των Ιστορικών γεγονότων. Στο πλαίσιο του εξεταστικοκεντρικού σχολείου κυριαρχεί ο «φετιχισμός του εγχειριδίου» (text book fetixism) που οδηγεί στην άκριτη απομνημόνευση. Έτσι οι μαθητές και οι μαθήτριες βυθίζονται σ’ ένα αρχιπέλαγος πληροφοριών, μαχών, χρονολογιών, προσώπων και γεγονότων που διαδέχονται το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα, αδυνατώντας να διαχωρίσουν το κύριο από το δευτερεύον, το αίτιο από το αιτιατό και να προσεγγίσουν την Ιστορική γνώση. Για την επανάσταση του 1821 Τόσο η εθνικιστική, όσο και η κοσμοπολίτικη προσέγγιση της Ιστορίας «ξεχνούν» ότι η επανάσταση του ΄21 ξεκίνησε από τα φτωχά λαϊκά στρώματα παρασύροντας στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού. Με το να εξωραΐζουμε πρόσωπα και κοινωνικές ομάδες που δυνάστευσαν και ταλαιπώρησαν τον λαό, δεν προσφέρουμε στην αυτογνωσία του λαού μας. Η Τουρκοκρατία εξέθρεψε κοινωνικές τάξεις με συγκρουόμενα και ανταγωνιστικά συμφέροντα, εκμετάλλευση και καταπίεση. Γι' αυτό η επανάσταση του 1821, εκτός από εθνική υπήρξε και βαθύτατα κοινωνική. Αντίθετοι στην επανάσταση στάθηκαν ο ανώτερος κλήρος, οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες στην πλειονότητά τους, στους οποίους οι Τούρκοι είχαν παραχωρήσει μια σειρά προνομίων που τους εξασφάλιζαν πλουσιοπάροχη ζωή. «Η προστασία της οθωμανικής κυβερνήσεως», γράφει ο ιστορικός Φίνλεϊ, «δημιούργησε μια ελληνική αριστοκρατία διοικητικών οργάνων και φοροεισπρακτόρων (...) Η ηθική και πολιτική θέση τούτης της τάξης αποδόθηκε άριστα με την ονομασία τους σαν είδος «χριστιανών Τούρκων». Ασφαλώς και υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί απ' αυτή την «αριστοκρατία», μόλις είδαν ότι η Επανάσταση παίρνει παλλαϊκό χαρακτήρα, έσπευσαν να ενταχθούν σ' αυτήν, όχι βέβαια για να τη βοηθήσουν να πραγματοποιήσει τους σκοπούς της, αλλά για να την καθοδηγήσουν και να την κατευθύνουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους δημιουργώντας ένα κράτος εχθρικό προς τις λαϊκές τάξεις και στρώματα. Σήμερα τον ρόλο της «Ιεράς Συμμαχίας», της αντίδρασης και της καταπίεσης λαών και εθνοτήτων στο όνομα της «Παγκοσμιοποίησης» έχουν αναλάβει οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε., οι σύμμαχοί τους και τα όργανά τους: Δ.Ν.Τ.. Παγκόσμια Τράπεζα …. Απέναντι στο σχέδιο της επιστροφής στο 19ο αιώνα και στη μετατροπή μας στους δούλους της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, ο λαός, έχουμε μια και μοναδική επιλογή κοινωνικής περηφάνιας κι αξιοπρέπειας. Μια και μοναδική επιλογή που να αντιστοιχεί στην πολύπαθη αλλά ηρωική ιστορία του τόπου μας, τη μαζική λαϊκή αντίσταση. Όσο οι κυρίαρχοι θα επιμένουν να δια-μορφώνουν τις σχολικές γνώσεις σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, τόσο οι λογαριασμοί για μια εκπαίδευση που θα μορφώνει και δε θα παραμορφώνει θα παραμένουν ανοικτοί. Απέναντι σ’ αυτή την τάση χρειάζεται μια ριζοσπαστική αντι-πρόταση, μια νέα αντίληψη για την Ιστορία που επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των νέων στο ιστορικό γίγνεσθαι σε στέρεες επιστημονικές βάσεις. Με δυο λόγια, πρέπει να αλλάξουν όλα: Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών, βιβλία, εκπαιδευτική δομή και εορταστική παράδοση των «εθνικών επετείων». Με στόχο η εκπαίδευση να συνδιαμορφώνει ελεύθερους και σκεπτόμενους πολίτες με όπλο την κριτική γνώση της Ιστορίας και την ιστορική μνήμη. Και για να θυμηθούμε τον ποιητή: «Ά, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά». (Μ. Αναγνωστάκης). Γιατί αίτημα των καιρών είναι να βρούμε τρόπους να διατηρήσουμε τη μνήμη ως τροφοδότη του νου και της ψυχής, λάβαρο χρέους για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

«ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΗ» ΕΛΛΑΔΑ Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Αυτό το «όχι» της Κύπρου βαραίνει σαν εφιάλτης στα κεφάλια της τρικομματικής συγκυβέρνησης και προσφέρεται για πολλά συμπεράσματα για την πορεία της χώρας μας και το ρόλο της ΕΕ. Εν αρχή αποκαλύπτει τον απόλυτα εξαρτημένο χαρακτήρα της ελληνικής κυβέρνησης που συμφώνησε στο Eurogoup για να επιβληθεί, στην Κύπρο, μια επαίσχυντη συμφωνία, ώστε όλοι οι πολίτες της Κύπρου, αλλά και ξένοι καταθέτες, να πληρώσουν ένα επαχθέστατο «χαράτσι», μέσω του άμεσου «κουρέματος» των καταθέσεων τους, κατεδαφίζοντας το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, το οποίο καλώς ή κακώς, αποτελούσε τον μεγαλύτερο πυλώνα της Κυπριακής Οικονομίας! Σοβαρές οι παρενέργειες και για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν σχεδόν όλες θυγατρικές στην Κύπρο, ενώ ανυπολόγιστες είναι οι εθνικές συνέπειες. Στο όνομα της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» επιδιώκεται η λεηλασία της Κύπρου, μέσα από την αποσάθρωση του τραπεζικού της συστήματος με τη μαζική εκροή καταθέσεων, την ευκαιρία αγοράς κυπριακών τραπεζών από γερμανικές και ο έλεγχος της κυπριακής ΑΟΖ με τα πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου. Οι εκβιασμοί και η τρομοκρατία για άτακτη χρεοκοπία και τον αναγκαίο εθνοσωτήριο μονόδρομο της ΕΕ σε επανάληψη, όπως και στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι σήμερα. Ο μεγάλος ένοχος δεν είναι βέβαια ο «γερμανικός οικονομικός εθνικισμός», αλλά η ίδια η οργάνωση της «Ευρώπης των μονοπωλίων» που δίνει τη δυνατότητα κυριαρχίας στο Δ’ Ράιχ και στη γερμανοποίηση της Ευρώπης. Σε συνθήκες ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης το ευρώ αποτελεί το βασικό εργαλείο για την κυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Αυτή είναι μια σύγχρονη μορφή πολέμου που συνδέεται με την αξιοποίηση των οικονομικών κρίσεων που μετατρέπονται σε μέσα υποδούλωσης των λαών. Άλλωστε, ολόκληρο το οικοδόμημα της Ε.Ε. είναι σχεδιασμένο στα μέτρα των ισχυρών. Εξάλλου και σε παγκόσμιο επίπεδο η Νέα Τάξη Πραγμάτων χαρακτηρίζεται από την «ντε φάκτο παγκόσμια κυβέρνηση» που ασκείται, κυρίως από το Δ.Ν.Τ. υπηρετώντας τα συμφέροντα των υπερεθνικών εταιριών και των τραπεζών. Μέσα στο «ευρώ», αλλά και στην Ε.Ε., μία προς μία, οι περιφερειακές χώρες εξωθούνται στην αποδιάρθρωση, την κατάρρευση και τη «μνημονιακή» κηδεμονία της τρόικας Έτσι οι αδύνατοι κρίκοι μετατρέπονται σε «προτεκτοράτα» της ΕΕ, στο έλεος των πολυεθνικών διαμορφώνοντας ένα σύστημα σύγχρονης δουλείας που σαρώνονται δικαιώματα και ελευθερίες με την οικοδόμηση ενός απολυταρχικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα που οι πολιτικοί εκπρόσωποι της Κύπρου ξεστόμιζαν το «όχι» προς την ΕΕ, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας ψέλλιζε διάφορα περί «θωρακισμένης Ελλάδας», ενώ ο ελληνικός λαός βιώνει μια μνημονιακή τραγωδία. Ποτέ άλλοτε και σε καμμιά άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης δεν σημειώθηκε τόσο βίαιη ανακατανομή πλούτου που οδηγεί στην κατάρρευση του επιπέδου ζωής, τη μαζική πτώχευση του λαού (3,9 εκατομμύρια φτωχοί), στις αυτοκτονίες, στην ανεργία (1,5 εκατομμύρια άνεργοι) και την πείνα. Ταυτόχρονα εκποιείται ο δημόσιος πλούτος και εκμηδενίζεται κάθε ίχνος λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Οι τριγμοί στο οικοδόμημα της ΕΕ ακούγονται πιο δυνατοί από ποτέ άλλοτε. Το πραγματικό δίλημμα, σήμερα, είναι εξάρτηση, φτώχεια, ανεργία και ζωή χωρίς αξιοπρέπεια εντός Ε.Ε. ή ανεξαρτησία και ζωή με προοπτικές και της αξιοπρέπεια εκτός Ε.Ε.; Η αλήθεια είναι ότι η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. είναι αναγκαία, αλλά όχι και επαρκής συνθήκη για να αναστραφεί η πορεία προς το κοινωνικό ολοκαύτωμα. Πραγματική ανάπτυξη για τον κόσμο της εργασίας σημαίνει αξιοπρεπής ζωή, κάλυψη των σύγχρονων αναγκών των εργατολαϊκών στρωμάτων σε εργασία, τροφή, στέγαση, μόρφωση, Yγεία, Πρόνοια. Σημαίνει έμφαση στην ανάπτυξη της Γεωργίας και βαριάς Bιομηχανίας. Kαι για τη διασφάλιση όλων των παραπάνω, σημαίνει πρώτα και κύρια σκληρός και παρατεταμένος αγώνας για την ανατροπή του καθεστώτος της εξάρτησης και της υποτέλειας. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

Για τη βία στα σχολεία Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Πολύμορφη η βία στα σχολεία: από τον ενδοσχολικό εκφοβισμό, τον ψευτοπαληκαρισμό, το πείραγμα, τη λεκτική – ψυχολογική, αλλά και σωματική βία, το κυνήγι του αδύναμου μέχρι την κρατική, θεσμική βία και την εγκληματική δράση συμμοριών. Από το χουλιγκανισμό μέχρι το ρατσισμό και το νέο – ναζισμό που σε συνθήκες οικονομικής, ανθρωπιστικής κρίσης παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις περνώντας τις ανοχύρωτες πύλες του σχολείου. Η κυρίαρχη άποψη περί ενδο – σχολικής βίας εστιάζει σε ορισμένες μορφές του φαινομένου με μια «ψυχολογίστικη» ανάλυση περί βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, βλέποντας, έτσι, το δέντρο και χάνοντας το δάσος. Γιατί η βία είναι βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και συνδέεται με την ανισότητα και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Επομένως αναπαράγεται και στους θεσμούς της, όπως είναι και το σχολείο.. Οι σοβαρότερες αιτίες, όμως, μπορούν να αναζητηθούν στις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας που χαρακτηρίζονται από έναν απάνθρωπο ανταγωνισμό που αναπαράγεται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική περιθωριοποίηση ευπαθών κοινωνικών ομάδων που εντείνεται από την οικονομική κρίση, τα εργασιακά προβλήματα τροφοδοτούν τη βία και την εγκληματικότητα. Η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης είναι η απεχθέστερη μορφή βίας εναντίον του κόσμου της εργασίας και του «κοινωνικού κράτους» που σπέρνει τη φτώχεια, την ανεργία και τη μαζική εξαθλίωση. Όσο η φτώχεια , ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις, η βία και η εκμετάλλευση ανθούν, τόσο θα οξύνονται τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεκάδες έρευνες επισημαίνουν τη σαφέστατη σχέση του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των γονέων καθώς επίσης και της αρνητικής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας των δραστών, αλλά και τις περιορισμένες προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο πολλοί νέοι νιώθουν ότι δεν έχουν μέλλον. Από πρόσφατη έρευνα προκύπτει ότι επτά στους δέκα γονείς που ανήκουν στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα δήλωσαν ότι περιέκοψαν όλες τις παροχές προς τα παιδιά τους. (Pulse RC – ΕΚΚΕ). Διαστάσεις επιδημίας έχουν πάρει στα σχολεία οι λιποθυμίες μαθητών από υποσιτισμό. Οι μεγάλες ανισότητες έχουν οδηγήσει περίπου ένα στα τρία παιδιά και νέους κάτω των 18 ετών ή ποσοστό 30,4% με βάση στοιχεία του 2011(Eurostat) στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Παιδιά που δυσκολεύονται στη μάθηση και εγκαταλείπουν το σχολείο , που εγγράφονται στον «στρατό» της ανήλικης εγληματικότητας». Πρόκειται στην ουσία για μορφή «κρατικής κακοποίησης των παιδιών». Η βία εκφράζεται και αναπαράγεται μέσα από την αυταρχική οργάνωση του σχολείου. Ένα σχολικό περιβάλλον που υπηρετεί τη λογική των επιδόσεων, «αρένα» άγριου ανταγωνισμού, υπερφορτώνει τους μαθητές με διδακτική ύλη, στείρες και αποσπασματικές γνώσεις, πολλές άλλες υποχρεώσεις (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κ.λπ.), με πρόσθετο άγχος και ένταση, ανασφάλεια και αρνητισμό. Τέσσερα στα πέντε παιδιά βιώνουν καταστάσεις άγχους που συνδέονται με τη σχολική ζωή(Pulse RC – ΕΚΚΕ). Το σχολείο προβάλλει ακόμη και για τους πρωταγωνιστές του ως χώρος θυσίας και όχι ως χώρος ικανοποίησης και νοήματος. Ένα τέτοιο σχολείο έχει μετατραπεί σε «θερμοκήπιο βίας». Σχολική αποτυχία – δυσμενής αυτοεικόνα (αυτοϋποτίμηση) και παραβατικότητα ενώνονται μ’ ένα νήμα. Η υποτίμηση, η περιφρόνηση και η απόρριψη γίνεται η πηγή μιας συσσωρευμένης μνησικακίας από τη μεριά των παιδιών, που συσσωρεύουν αποτυχίες, αποκλεισμούς. Έτσι δεν θα αργήσει να ξεσπάσει η οργή και το μίσος. Η εκπαιδευτική πολιτική εκφράζει και αναπαράγει τη βία. Το σχολείο των περικοπών και της φτώχειας οξύνει τα φαινόμενα βίας, ενώ δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό, όπως κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι, κ.α. Βία, άλλωστε, δεν είναι οι καταργήσεις χιλιάδων τμημάτων και σχολείων; Βία δεν είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων; Γενικότερα η οικοδόμηση ενός ελιτίστικου, ανταγωνιστικού σχολείου της εξειδίκευσης και της κατάρτισης για λίγους και εκλεκτούς που απορρίπτει τους κοινωνικά αδύνατους και τους εξωθεί βίαια στην εγκατάλειψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ακραία έκφραση της συστημικής βίας. Επιπλέον, όταν η ιστορική γνώση, οι θηριωδίες και η φρίκη που προκάλεσαν στην ανθρωπότητα ο εθνικισμός και ο ναζισμός δεν είναι στις προτεραιότητες των σχολικών αναλυτικών προγραμμάτων «το αυγό του φιδιού» εκκολάπτεται πολύ γρήγορα. Παρά τις δυσκολίες υπάρχουν δυνατότητες παιδαγωγικής παρέμβασης, αλλά το πρόβλημα είναι, κυρίως, κοινωνικοπολιτικό. Οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί παρά την έλλειψη αναγκαίων υποδομών δίνουν καθημερινά μάχες κατά των προκαταλήψεων, των διακρίσεων, της ρατσιστικής ιδεολογίας. Εκτός από τη μετάδοση γνώσεων επιδιώκουν να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους με βάση τις πανανθρώπινες αξίες του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Γνωρίζουν, βέβαια, πολύ καλά ότι η βία και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται με νουθεσίες και απαγορεύσεις. Χρειάζεται συλλογικότητα, μόρφωση, πολιτισμός, μια ανθρωποκεντρική οργάνωση της κοινωνίας βασισμένης στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

Για τη βία στα σχολεία Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Πολύμορφη η βία στα σχολεία: από τον ενδοσχολικό εκφοβισμό, τον ψευτοπαληκαρισμό, το πείραγμα, τη λεκτική – ψυχολογική, αλλά και σωματική βία, το κυνήγι του αδύναμου μέχρι την κρατική, θεσμική βία και την εγκληματική δράση συμμοριών. Από το χουλιγκανισμό μέχρι το ρατσισμό και το νέο – ναζισμό που σε συνθήκες οικονομικής, ανθρωπιστικής κρίσης παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις περνώντας τις ανοχύρωτες πύλες του σχολείου. Η κυρίαρχη άποψη περί ενδο – σχολικής βίας εστιάζει σε ορισμένες μορφές του φαινομένου με μια «ψυχολογίστικη» ανάλυση περί βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, βλέποντας, έτσι, το δέντρο και χάνοντας το δάσος. Γιατί η βία είναι βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και συνδέεται με την ανισότητα και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Επομένως αναπαράγεται και στους θεσμούς της, όπως είναι και το σχολείο.. Οι σοβαρότερες αιτίες, όμως, μπορούν να αναζητηθούν στις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας που χαρακτηρίζονται από έναν απάνθρωπο ανταγωνισμό που αναπαράγεται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική περιθωριοποίηση ευπαθών κοινωνικών ομάδων που εντείνεται από την οικονομική κρίση, τα εργασιακά προβλήματα τροφοδοτούν τη βία και την εγκληματικότητα. Η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης είναι η απεχθέστερη μορφή βίας εναντίον του κόσμου της εργασίας και του «κοινωνικού κράτους» που σπέρνει τη φτώχεια, την ανεργία και τη μαζική εξαθλίωση. Όσο η φτώχεια , ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις, η βία και η εκμετάλλευση ανθούν, τόσο θα οξύνονται τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεκάδες έρευνες επισημαίνουν τη σαφέστατη σχέση του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των γονέων καθώς επίσης και της αρνητικής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας των δραστών, αλλά και τις περιορισμένες προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο πολλοί νέοι νιώθουν ότι δεν έχουν μέλλον. Από πρόσφατη έρευνα προκύπτει ότι επτά στους δέκα γονείς που ανήκουν στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα δήλωσαν ότι περιέκοψαν όλες τις παροχές προς τα παιδιά τους. (Pulse RC – ΕΚΚΕ). Διαστάσεις επιδημίας έχουν πάρει στα σχολεία οι λιποθυμίες μαθητών από υποσιτισμό. Οι μεγάλες ανισότητες έχουν οδηγήσει περίπου ένα στα τρία παιδιά και νέους κάτω των 18 ετών ή ποσοστό 30,4% με βάση στοιχεία του 2011(Eurostat) στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Παιδιά που δυσκολεύονται στη μάθηση και εγκαταλείπουν το σχολείο , που εγγράφονται στον «στρατό» της ανήλικης εγληματικότητας». Πρόκειται στην ουσία για μορφή «κρατικής κακοποίησης των παιδιών». Η βία εκφράζεται και αναπαράγεται μέσα από την αυταρχική οργάνωση του σχολείου. Ένα σχολικό περιβάλλον που υπηρετεί τη λογική των επιδόσεων, «αρένα» άγριου ανταγωνισμού, υπερφορτώνει τους μαθητές με διδακτική ύλη, στείρες και αποσπασματικές γνώσεις, πολλές άλλες υποχρεώσεις (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κ.λπ.), με πρόσθετο άγχος και ένταση, ανασφάλεια και αρνητισμό. Τέσσερα στα πέντε παιδιά βιώνουν καταστάσεις άγχους που συνδέονται με τη σχολική ζωή(Pulse RC – ΕΚΚΕ). Το σχολείο προβάλλει ακόμη και για τους πρωταγωνιστές του ως χώρος θυσίας και όχι ως χώρος ικανοποίησης και νοήματος. Ένα τέτοιο σχολείο έχει μετατραπεί σε «θερμοκήπιο βίας». Σχολική αποτυχία – δυσμενής αυτοεικόνα (αυτοϋποτίμηση) και παραβατικότητα ενώνονται μ’ ένα νήμα. Η υποτίμηση, η περιφρόνηση και η απόρριψη γίνεται η πηγή μιας συσσωρευμένης μνησικακίας από τη μεριά των παιδιών, που συσσωρεύουν αποτυχίες, αποκλεισμούς. Έτσι δεν θα αργήσει να ξεσπάσει η οργή και το μίσος. Η εκπαιδευτική πολιτική εκφράζει και αναπαράγει τη βία. Το σχολείο των περικοπών και της φτώχειας οξύνει τα φαινόμενα βίας, ενώ δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό, όπως κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι, κ.α. Βία, άλλωστε, δεν είναι οι καταργήσεις χιλιάδων τμημάτων και σχολείων; Βία δεν είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων; Γενικότερα η οικοδόμηση ενός ελιτίστικου, ανταγωνιστικού σχολείου της εξειδίκευσης και της κατάρτισης για λίγους και εκλεκτούς που απορρίπτει τους κοινωνικά αδύνατους και τους εξωθεί βίαια στην εγκατάλειψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ακραία έκφραση της συστημικής βίας. Επιπλέον, όταν η ιστορική γνώση, οι θηριωδίες και η φρίκη που προκάλεσαν στην ανθρωπότητα ο εθνικισμός και ο ναζισμός δεν είναι στις προτεραιότητες των σχολικών αναλυτικών προγραμμάτων «το αυγό του φιδιού» εκκολάπτεται πολύ γρήγορα. Παρά τις δυσκολίες υπάρχουν δυνατότητες παιδαγωγικής παρέμβασης, αλλά το πρόβλημα είναι, κυρίως, κοινωνικοπολιτικό. Οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί παρά την έλλειψη αναγκαίων υποδομών δίνουν καθημερινά μάχες κατά των προκαταλήψεων, των διακρίσεων, της ρατσιστικής ιδεολογίας. Εκτός από τη μετάδοση γνώσεων επιδιώκουν να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους με βάση τις πανανθρώπινες αξίες του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Γνωρίζουν, βέβαια, πολύ καλά ότι η βία και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται με νουθεσίες και απαγορεύσεις. Χρειάζεται συλλογικότητα, μόρφωση, πολιτισμός, μια ανθρωποκεντρική οργάνωση της κοινωνίας βασισμένης στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε. div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">