ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ: ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό –ερευνητή. http://gkavadias.blogspot.com
«ΕΘΝΟΣ» (Επωνύμως), Παρασκευή 1 – 7 – 2011.
Έληξε χτες η προθεσμία υποβολής μηχανογραφικού δελτίου από τους υποψηφίους των πανελλαδικών εξετάσεων. Μέσα στο μηχανογραφικό δελτίο οι επιλογές σπουδών φαίνονται ως ατομικές που εκφράζουν τις δυνατότητες, τις προτιμήσεις και τις φιλοδοξίες των ατόμων.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι επιλογές είναι κοινωνικές «υπαγορεύσεις» που αντανακλούν την επίδραση των κοινωνικών δομών πάνω στα άτομα. Με άλλα λόγια η ατομική βούληση και επιθυμία δεν είναι τόσο «ελεύθερες» και «ατομικές», όσο νομίζουμε, αλλά διαμορφώνονται σύμφωνα με τις επιταγές της συγκεκριμένης κοινωνίας. Παράλληλα τα άτομα ανάλογα με την κοινωνική θέση τους έχουν διαφορετικές δυνατότητες και ευκαιρίες πρόσβασης στα διάφορα επαγγέλματα. Μέσα από την κοινωνιολογική έρευνα προκύπτει ότι οι μαθητές από τα προνομιούχα στρώματα έχουν ευκολότερη πρόσβαση στα επαγγέλματα που οδηγούν στις υψηλότερες κοινωνικές θέσεις συγκριτικά με τους μαθητές από τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα.
Στη χώρα μας, η μεγάλη άνοδος της ζήτησης για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η μορφωσιολατρία, δεν μπορεί να καλυφθεί, αφού ο αριθμός εισακτέων και κλειστός είναι και κάθε χρόνο μειώνεται δραστικά. Εξάλλου υπολογίζεται ότι περίπου οι μισοί μαθητές κάθε γενιάς δε φτάνουν στις πανελλαδικές εξετάσεις, γιατί αποκλείονται ή πειθαναγκάζονται να αυτοαποκλειστούν μέσα από τους μηχανισμούς επιλογής – απόρριψης του σχολείου. Η χαμηλή επίδοση επηρεάζει αρνητικά τους μαθητές σε σχέση με τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις επιλογές σπουδών και επαγγέλματος.
Ειδικότερα στον καιρό του Δ.Ν.Τ. για τα παιδιά των λαϊκών τάξεων οι επιλογές σπουδών είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Τα περισσότερα παιδιά αντιμετωπίζουν το φάσμα ενός ρεαλιστικού συμβιβασμού που ακυρώνει το όραμα και τις προσδοκίες για συγκεκριμένες σπουδές. Αναγκάζονται, δηλαδή, να επιλέξουν σχολές με έδρα στον τόπο κατοικίας και όχι σχολές σε άλλες περιοχές με αντικείμενο σπουδών της αρεσκείας τους προκειμένου να αποφύγουν τα δυσβάστακτα έξοδα της φοιτητικής μετανάστευσης. Έξοδα που κυμαίνονται από 45.000 έως 60.000 ευρώ ανάλογα με τα χρόνια σπουδών.
Επιπλέον οι γκρίζες συνθήκες στην αγορά εργασίας και ο εφιάλτης της ετεροαπασχόλησης και της ανεργίας οδηγούν πολλούς νέους να βαδίζουν με βάση το «εμείς γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει». Η νεολαία στήνεται στο … εκτελεστικό απόσπασμα της αγοράς εργασίας στην εποχή του Δ.Ν.Τ. με τα μνημόνια που υπογράφει και υλοποιεί η κυβέρνηση. Το δικαίωμα και το μοντέλο της μόνιμης και σταθερής εργασίας μπαίνουν στην προκρούστειο κλίνη των μέτρων κυβέρνησης – Ε.Ε. και Δ.Ν.Τ. Η περιβόητη οικονομική κρίση έχει μετατραπεί σε κρίση απασχόλησης που κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων, εξολοθρεύοντας καθημερινά χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο στις επιλογές των νέων κυριαρχούν στενά οικονομίστικα κριτήρια για την επιλογή σπουδών και επαγγέλματος. Αλλά η επιλογή σπουδών με στενά κριτήρια οικονομίστικα και τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης, όχι μόνο δε βοηθούν στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά είναι και επισφαλή, αφού η αγορά εργασίας συνεχώς αλλάζει.





Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό –ερευνητή. http://gkavadias.blogspot.com
«ΕΘΝΟΣ» (Επωνύμως), Παρασκευή 15 – 7 – 2011.
Το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που προωθείται για ψἠφιση αυτές τις μέρες αλλάζει δραματικά το τοπίο της δημόσιας εκπαίδευσης. Η οικονομική κρίση αποτελεί για την κυβέρνηση μια «χρυσή ευκαιρία» για να προωθήσει μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει σχεδιαστεί την τελευταία δεκαπενταετία από την Ε.Ε.(διακήρυξη Μπολόνια) και τους διεθνείς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα κ.α.) Στον κεντρικό πυρήνα τους αντιμετωπίζουν την παιδεία ως εμπόρευμα / υπηρεσίες εκπαίδευσης, και ως τέτοιες πρέπει να υπόκεινται στους κανόνες της αγοράς, τους φοιτητές ως πελάτες που αγοράζουν αυτές τις υπηρεσίες και τους φορείς που τις παράγουν ως επιχειρήσεις.
Η αποδόμηση του δημόσιου πανεπιστημίου ολοκληρώνεται με τον « Καλλικράτη» για τα Πανεπιστήμια. Τα «Περιφερειακά Συμβούλια» θα επιβάλουν τη συρρίκνωση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, με την κατάργηση και συγχώνευση Πανεπιστημίων και Τμημάτων. Οι προτάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Εκπαίδευσης προβλέπουν τη σύσταση 12 ή 14 ανώτατων ιδρυμάτων (από 22) και την ύπαρξη 8 ή 6 ΤΕΙ (από 16) σε ολόκληρη τη χώρα.
Επιβάλλεται το μοντέλο της Μπολόνιας με τους κύκλους σπουδών . Ο πρώτος κύκλος είναι τριετούς φοίτησης και περιλαμβάνει μαθήματα που αντιστοιχούν κατ' ελάχιστον σε 180 ακαδημαϊκές μονάδες. Ο δεύτερος κύκλος είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές, που αντιστοιχούν κατ' ελάχιστο σε 60 και κατά μέγιστο σε 120 ακαδημαϊκές μονάδες, και ο τρίτος κύκλος είναι οι διδακτορικές σπουδές. Ουσιαστικά η επιστημονική γνώση κατακερματίζεται και υποβαθμίζεται σε στενή ειδίκευση και λατάρτιση. Παράλληλα θα υπάρχουν και τα «πτυχία» - φαστ φουντ του ενός ή των δύο χρόνων που θα καταλήγουν σε απονομή τίτλου σπουδών. Οι φοιτητές μέσα σε πιεστικές συνθήκες και με τον κίνδυνο διαγραφής θα συσσωρεύουν αποσπασματικές γνώσεις και θα μετατρέπονται σε κυνηγούς πιστωτικών μονάδων, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα, προετοιμαζόμενοι για τις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας που έχουν ήδη επιβληθεί.
Στα πλαίσια αυτά επιδιώκεται και η «επιχειρηματοποίηση» του δημόσιου πανεπιστημίου, το οποίο, «θα πρέπει να λειτουργήσει µε όρους ιδιωτικής επιχείρησης». Διαμορφώνεται, έτσι, κλίμα μιας κουλτούρας «επιχειρηματικής» αποτελεσματικότητας. Θεσμοθετείται μια ολιγαρχική διοίκηση από ανθρώπους της αγοράς, θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη λειτουργία των Πανεπιστημίων. Έτσι, καταργείται ουσιαστικά η αυτοδιοίκηση, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της πανεπιστημιακής κοινότητας να αυτοδιοικείται, εκλέγοντας και ελέγχοντας αυτούς που θα ασκούν τη διοίκηση.

Το δημόσιο πανεπιστήμιο τείνει, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται σαν μια επιχείρηση που οφείλει να βρει τρόπους, ώστε να επιπλεύσει σε συνθήκες οξύτατου ανταγωνισμού. Αυτό, για το Υπουργείο Παιδείας, σημαίνει ότι τα ΑΕΙ οφείλουν να αλλάξουν τη «χρηματοδοτική τους κουλτούρα» και να απελευθερωθούν από τα «δεσμά» της δημόσιας χρηματοδότησης, να διευρύνουν τη συνεργασία τους με την αγορά και τους εργοδότες. Με αυτό προετοιμάζουν το έδαφος για την επιβολή διδάκτρων, τη μετατροπή του φοιτητή σε «πελάτη» που «αγοράζει υπηρεσίες εκπαίδευσης». Επιδιώκουν να γκρεμίσουν και τα τελευταία απομεινάρια του κράτους πρόνοιας στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που είναι η παροχή του δωρεάν συγγράμματος, η σίτιση και οι ελλιπείς φοιτητικές εστίες.





Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΥ
Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό –ερευνητή. http://gkavadias.blogspot.com
«Αντιτετράδια της εκπαίδευσης», τ.99. 2011.
Η 8η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί από την Unesco από το 1965 ως διεθνής μέρα για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Ο αναλφαβητισμός εξακολουθεί και να είναι μια μάστιγα που διαρκώς αναπαράγεται με νέες μορφές πλήττοντας όχι μόνο τις φτωχές, αλλά και τις ανεπτυγμένες χώρες.
Η εκπαιδευτική βαρβαρότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αποτυπώνεται στους πίνακες της ντροπής: περίπου 793 εκατομμύρια ενήλικες στον κόσμο, στην πλειοψηφία τους νεαρά κορίτσια και γυναίκες, δεν ξέρουν να διαβάζουν ούτε να γράφουν. Σε έντεκα χώρες ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των ενηλίκων είναι αναλφάβητο, διευκρίνισε η Unesco. Περίπου 67 εκατομμύρια παιδιά σχολικής ηλικίας δεν παρακολουθούν μαθήματα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και 72 εκατομμύρια έφηβοι, που θα πρέπει να φοιτούν στον πρώτο κύκλο της δευτεροβάθμιας, δεν μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην παιδεία.

Καταθλιπτική είναι η κυριαρχία του αναλφαβητισμού στις ασθενέστερες τάξεις και στρώματα, στις γυναίκες και τους μετανάστες που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η εγκατάλειψη του σχολείου είναι μια από τις πιο επώδυνες μορφές που παίρνει η ανισότητα, η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός αντανακλώντας τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Στη χώρα μας 35 χρόνια μετά τη Συνταγματική κατοχύρωση της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης περίπου 8.000 παιδιά «αποκλείονται» κάθε χρόνο από το Γυμνάσιο! Σε σχολεία λαϊκών περιοχών, μεγάλων αστικών κέντρων και της υπαίθρου δεν ολοκληρώνει το Γυμνάσιο το 20%- 60% των μαθητών. Άλλα 130.000 παιδιά με προβλήματα αναπηρίας ή μαθησιακά δε θα βρούν θέση σε ειδικό σχολείο και θα ριχτούν στον …Καιάδα της αμορφωσιάς και της περιθωριοποίησης.


Σύμφωνα με την Ουνέσκο “αναλφάβητος είναι όποιος δεν έχει αποκτήσει τις αναγκαίες γνώσεις και ικανότητες για την άσκηση όλων των δραστηριοτήτων για τις οποίες η γραφή, η ανάγνωση και η αρίθμηση είναι απαραίτητες” .Αναλφαβητισμός, βέβαια, δεν σημαίνει μόνο άγνοια ανάγνωσης, γραφής και αρίθμησης. Ο οργανικός αναλφαβητισμός, η άγνοια ανάγνωσης, γραφής και αρίθμησης είναι η κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχει και ο λειτουργικός αναλφαβητισμός. «Σήμερα αναλφάβητος θεωρείται ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κατανοήσει μια απλή παρουσίαση γεγονότων, τα οποία αναφέρονται στην καθημερινή του ζωή (κοινωνική, πολιτική, οικονομική)». Στον αντίποδα εγγράμματος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να μαθαίνει, να δρα, να συνεργάζεται με τους άλλους και να αναπτύσσει τον εαυτό του. Αυτό προϋποθέτει γνώση που συνδέεται με την κριτική ικανότητα και τον προβληματισμό. Διαπιστώνεται ότι στις αναπτυγμένες χώρες ένας στους τέσσερις ενηλίκους δεν διαθέτει αυτές τις ικανότητες.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια μια «άλλη» μορφή αναλφαβητισμού έρχεται να πυκνώσει τις παλιές στρατιές των οργανικά αναλφάβητων με νέο αίμα. Σε χιλιάδες μαθητές, οι οποίοι ολοκληρώνουν τις γυμνασιακές και λυκειακές σπουδές τους, παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα κατανόησης ενός κειμένου, αδυναμία να εκφραστούν για κάποιο ζήτημα, να συντάξουν μια ολοκληρωμένη πρόταση στο χαρτί, να συνδυάσουν τις γνώσεις που έχουν λάβει προκειμένου να εξηγήσουν ένα απλό φυσικό φαινόμενο ή ένα κοινωνικό ή ιστορικό γεγονός. Επιπλέον όλο και πιο έντονος παρουσιάζεται ο νέος «ψηφιακός αναλφαβητισμός» που συνδέεται με τη δυνατότητα χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας και πληροφόρησης. Τα δύο τρίτα του πληθυσμού της χώρας μας είναι «ψηφιακά αναλφάβητοι», ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρώπης.
Αυτές οι σύγχρονες μορφές αναλφαβητισμού συνδέονται άρρηκτα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική που γκρεμίζει τη δημόσια εκπαίδευση καταργώντας σχολεία, ακόμα και τη δωρεάν διανομή σχολικών βιβλίων, συρρικνώνοντας τους διορισμούς και θυσιάζοντας το δικαίωμα στη μόρφωση στο βωμό της κερδοφορίας των επιχειρήσεων ως καύσιμη ύλη για την διαμόρφωση «χρήσιμων ηλιθίων» και όχι ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών. Ωστόσο, η βασική αιτία του αναλφαβητισμού βρίσκεται στη δομή και στην οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών. Οι κοινωνικές ανισότητες καθιστούν αδύνατη την κατοχύρωση του κοινωνικού δικαιώματος για ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση σε όλους, ανεξάρτητα από την κοινωνική προέλευση, το φύλο, την ηλικία και το θρήσκευμα.
Παράλληλα, οδηγούν στον διαχωρισμό προνομιούχων και μη τάξεων, όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο αναλφαβητισμό είναι περισσότερο διαδεδομένος στις πιο στερημένες περιοχές κι ανάμεσα στα πιο μειονεκτικά στρώματα του πληθυσμού. Πρόκειται γι’ αυτά τα στρώματα που αποκαλούνται «Τέταρτος κόσμος» και περιλαμβάνουν όσους κατοικούν στις άθλιες συνοικίες των πόλεων, μετανάστες, εργάτες, καθώς και αγροτικά στρώματα με χαμηλό εισόδημα. Ο αναλφαβητισμός, λοιπόν, αποτελεί εκδήλωση της κοινωνικής ανισότητας, όπως αυτή αντανακλάται στον τομέα της μόρφωσης, ως εκπαιδευτική ανισότητα.
Συμπερασματικά, ο αναλφαβητισμός είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό. Λειτουργεί ανασταλτικά στη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, διαιωνίζει την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την ανάπτυξη θεσμών λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου (Τοπική Αυτοδιοίκηση – Σύλλογοι – Συνεταιρισμοί), ενώ παράλληλα ακρωτηριάζει τη δυνατότητα άσκησης κριτικής καταδικάζοντας ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να μένει πίσω από το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι πυκνώνοντας τις γραμμές της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η εξάλειψη του αναλφαβητισμού δεν μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλόστομες διακηρύξεις και πανηγυρικές, επετειακές εκδηλώσεις. Προϋποθέτει τη συλλογική δράση κατά των κοινωνικών ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού. Συνδέεται με τους κοινωνικούς αγώνες για την πλήρη κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προοπτική οικοδόμησης μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας.
O αγώνας κατά του αναλφαβητισμού πρέπει να είναι μια συλλογική διαδικασία συνειδητοποίησης, ενεργοποίησης, κινητοποίησης και απελευθέρωσης των ανθρώπων και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα αυτών που αφορά άμεσα : των ίδιων των αναλφάβητων. Η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού δεν πρέπει να επαφίεται μόνο στο κράτος. Είναι υπόθεση γενικά όλων των λαϊκών συλλογικών φορέων. Ειδικότερα το 12χρονο δημόσιο υποχρεωτικό σχολείο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατοχύρωση του δικαιώματος για ίσες ευκαιρίες και ελεύθερη πρόσβαση σ’ όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης για όλα τα άτομα, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις.

*Αποσπάσματα του άρθρου έχουν δημοσιευτεί στο «ΕΘΝΟΣ» (Επωνύμως), Παρασκευή 8-9 -2011.





ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑ
Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό –ερευνητή. http://gkavadias.blogspot.com
«ΕΘΝΟΣ» (Επωνύμως), Παρασκευή 23 – 9 – 2011.
Η σχολική χρονιά ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς κατά παραδοχή ακόμα και της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας: «θα είναι η πιο δύσκολη σχολική χρονιά μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο».(Β. Κουλαϊδής, γ.γ.) Για πρώτη φορά μετά το 1946, τα σχολεία ανοίγουν χωρίς βιβλία! Και το πρόβλημα δεν είναι γραφειοκρατικό, όπως παρουσιάζεται από την κυβέρνηση. Συνδέεται με τη γενικότερη πολιτική της απόσυρσης του κράτους από κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα, όπως η παιδεία, η υγεία κ.α. και τη συνακόλουθη μετακύλιση τους κόστους στους πολίτες. Συνδέεται ειδικότερα με την διάλυση του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.)
Η πολιτική αποδόμησης του δημόσιου σχολείου δεν έχει αρχή και τέλος: Τώρα φαίνονται οι οδυνηρές κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνέπειες των 1.933 συγχωνεύσεων – καταργήσεων σχολείων, της κατάργησης της Πρόσθετης και Ενισχυτικής Διδασκαλίας,, των μέτρων εργασιακής και παιδαγωγικής ομηρίας των εκπαιδευτικών. Η σχεδόν ταυτόχρονη ανακοίνωση των λιγότερων διορισμών εκπαιδευτικών από την κυβέρνηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (119 και 424), όταν πέρυσι συνταξιοδοτήθηκαν περισσότεροι από 11.500 και φέτος περίπου 7.000 εκπαιδευτικοί, και από την άλλη μεριά των 1.200 προσλήψεων αστυνομικών αποδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο την κυβερνητική πολιτική.
Ταυτόχρονα το σχολείο γίνεται όλο και πιο στενάχωρο, αυταρχικό και απωθητικό για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η συρρίκνωση των πενιχρών αποδοχών των εκπαιδευτικών κάτω από τα όρια της φτώχειας είναι μια θλιβερή πραγματικότητα που υπονομεύει και τον παιδαγωγικό τους ρόλο. Εντάσσεται σε μια πολιτική απαξίωσής τους από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Μια πολιτική που θέλει τον δάσκαλο φτωχό, άβουλο και υποταγμένο υπάλληλο. Αυτό αποτυπώνεται και στο νομοσχέδιο για την «οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης» που δόθηκε στη δημοσιότητα πρόσφατα. Σύμφωνα με αυτό αυξάνουν οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες του διευθυντή, ενώ αποψιλώνονται οι αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων. Ο αυταρχισμός της διοίκησης μέσω των διευθυντών διαλύει όχι μόνο τα όποια περιθώρια παιδαγωγικής αυτονομίας, αλλά και την προσωπική ζωή των εκπαιδευτικών. Ο εκπαιδευτικός – λάστιχο μπορεί να μετακινείται σε οποιοδήποτε σχολείο της περιφέρειας. Δεν έχει συγκεκριμένο ωράριο, αφού κατ΄ εντολήν του διευθυντή θα είναι υποχρεωμένος να καλύπτει οποιαδήποτε «κενά» από συναδέλφους του που απουσιάζουν. Επιπλέον – και όχι μόνο- θα είναι υποχρεωμένος οποιαδήποτε μέρα, εκτός ωραρίου (5.30 – 8.30 μ.μ.) να … προσφέρει τις υπηρεσίες του στον διευθυντή και τη διοίκηση της εκπαίδευσης!
Την ίδια στιγμή το γυμνάσιο και το λύκειο ασφυκτιούν από την παπαγαλία και μια γνώση που μοιάζει περισσότερο με ασύνδετες πληροφορίες. Λειτουργούν σαν προθάλαμος του πανεπιστημίου αφήνοντας χωρίς ουσιαστικά εφόδια τους μαθητές. Αυτό που κυρίως αμφισβητείται και υπονομεύεται με τις νέες εξαγγελίες είναι η γενική μόρφωση. Στο σχολείο της αγοράς αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες» και όχι η ουσιαστική μόρφωση, ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Από κοντά και η «μάθηση της μάθησης», η τεχνική αναβάθμισης πληροφοριών.
Κι όλα αυτά στην προσπάθεια εναρμόνισης της μέσης εκπαίδευσης στις αλλαγές που προωθούν στην τριτοβάθμια. Αλλαγές που κατεδαφίζουν το Δημόσιο και δωρεάν Πανεπιστήμιο των πτυχίων και των τομέων γνωστικών αντικειμένων. Το πανεπιστήμιο των αγορών πρέπει να υπηρετηθεί από το σχολείο της κατάρτισης.