Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Το Ασφαλιστικό χωρίς μανδύα...

Από τη δεκαετία του 90 και όσο στο στόχαστρο έμπαιναν τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων μέχρι σήμερα προβάλλονται διάφοροι τρομοκρατικοί μύθοι. Εν αρχή ο μύθος ότι το ασφαλιστικό δεν «αντέχει», αφού τα Ταμεία δεν θα έχουν να δώσουν συντάξεις και εφάπαξ. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ακόμα και σε αναλογιστικές μελέτες των κυβερνήσεων, η μία της Government Actuavy Department το 2003 επί ΠΑΣΟΚ και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, φέτος, διαπιστώνεται ότι έως το 2035 τα Ταμεία δεν θα έχουν πρόβλημα. Από μελέτη της ΓΣΕΕ υπογραμμίζεται ότι, εάν σήμερα αποδίδονταν στα Ταμεία τα χρωστούμενα από τους εργοδότες, ο μέσος όρος των συντάξεων θα μπορούσε ακόμα και να διπλασιαστεί! Είναι φανερό ότι στόχος της κυβέρνησης είναι η ριζική μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό, ώστε το βάρος να επωμιστούν οι εργαζόμενοι.
Ενας άλλος μύθος είναι ότι τα Ταμεία δεν αντέχουν, γιατί δεν διαθέτουν αποθεματικά, ενώ ο μεγάλος αριθμός των Ταμείων αυξάνει τα λειτουργικά έξοδα. Ο στόχος είναι να πειστούμε ότι η ενοποίηση Ταμείων είναι μονόδρομος. Κοιτάζοντας και μακροπρόθεσμα έχει σημασία ν αναφερθούν οι κυριότεροι λόγοι της μείωσής τους. Πρώτα πρώτα λόγω της αναγκαστικής διαχείρισης για δεκαετίες από την Τράπεζα της Ελλάδος από όπου χαρίζονται δάνεια άτοκα ή χαμηλότοκα (0-4%) «δια την πρόοδο της ελληνικής βιομηχανίας» (ν.1611/50, ν. 2469/97). Επιπλέον τα αποθεματικά είναι αντικείμενο «τζόγου» ή στο χρηματιστήριο ή στην αγορά ομολόγων. Το σοβαρότερο είναι ότι η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας των ταμείων γίνεται με χαριστικό τρόπο. Από το οικόπεδο της αμερικανικής πρεσβείας που νοικιαζόταν για 70.000 δραχμές τον μήνα μέχρι το κτίριο του ΜΤΠΥ που νοικιάζει το υπ. Οικονομίας τα παραδείγματα είναι ουκ ολίγα. Αλλωστε τη διαχείριση των Ταμείων λυμαίνονται ενδιάμεσες εταιρείες. Μόνο οι τόκοι του δομημένου ομολόγου του ΤΕΑΔΥ ήταν 4,5 εκ. ευρώ το τρίμηνο, ενώ οι φανερές προμήθειες που μοιράστηκαν οι εταιρείες τύπου «Ακρόπολις» ήταν κάπου 30 εκ. ευρώ. Και όλα αυτά από μία συναλλαγή. Πόσες άλλες έχουν γίνει;
Σύμφωνα με έναν ακόμα μύθο, οι Ελληνες παίρνουν σύνταξη νωρίτερα από τους λοιπούς Ευρωπαίους, ενώ το σύστημα είναι υπερβολικά «γενναιόδωρο». Στοχεύουν να μας πείσουν ότι δουλεύουμε λίγο και κερδίζουμε πολλά και γι αυτό πρέπει να δεχτούμε μείωση συντάξεων και αύξηση ορίων ηλικίας. Η μέση σύνταξη στην Ελλάδα είναι περίπου 650 ευρώ τον μήνα και σε όσους κλάδους είναι υψηλότερη η χρηματοδότηση, γίνεται από κρατήσεις των μισθών. Επίσης από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης των ανδρών είναι τα 63,9 χρόνια, όταν στην Ε.Ε. είναι τα 61,5 χρόνια. Ο μ.ο. συνταξιοδότησης των γυναικών είναι τα 62,5, ενώ στην Ε.Ε. τα 60,5. Κατά τα άλλα, θέλουν να αυξήσουν τα όρια ηλικίας για τις γυναίκες για λόγους ισότητας! Στην Ευρώπη των 25 είμαστε 6οι στις εισφορές των εργαζομένων, αλλά 12οι στις εισφορές των εργοδοτών και 15οι στο ύψος των συντάξεων. Από τις εισφορές που χρωστούν δημόσιο και εργοδότες και από την εισφοροδιαφυγή εκτιμάται ότι το σύνολο των απωλειών μόνο για το 2007 ανέρχεται σε 21,1 δισ. ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Αυτές τις μέρες ήρθε στο φως της δημοσιότητας έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στην οποία αναφέρεται εκτός των άλλων στο ρόλο των καθηγητών του λυκείου και στις σχέσεις τους με τους μαθητές. Από αυτήν προκύπτει ότι οκτώ στους δέκα μαθητές λυκείου θεωρούν ότι «οι καθηγητές τους δεν είναι επαρκείς». «Οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να με βοηθήσουν όσο χρειάζεται για να πετύχω το στόχο μου, δηλαδή να περάσω στο πανεπιστήμιο».
Μέσα στο κύμα των μαθητικών επικρίσεων και της αμφισβήτησης του σχολείου των δυσαρεστημένων ξεχωρίζει ένα πρόσωπο, ο εκπαιδευτικός. Ο «αποτελεσματικός» εκπαιδευτικός σύμφωνα με την κυρίαρχη χρησιμοθηρική αντίληψη είναι αυτός που προσανατολίζει τη μαθησιακή διαδικασία και προετοιμάζει τους μαθητές για τις εξετάσεις. Οι εξετάσεις γίνονται εργαλεία που μετατρέπουν τη διαδικασία της μόρφωσης σε εξάσκηση για το κυνήγι «χρήσιμων γνώσεων» που αποφέρουν βαθμούς. Για τον «αποτελεσματικό» εκπαιδευτικό δεν έχει σημασία ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών που μπορούν να κατανοήσουν την κοινωνία και να παρεμβαίνουν ενεργητικά σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας. Σημασία έχει η παροχή «συνταγών επιτυχίας» για τη συγκομιδή βαθμών.
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η μαζική αποτυχία των μαθητών επιδιώκεται έντεχνα απ’ τους πολιτικούς ταγούς να αποδίδεται στους εκπαιδευτικούς, με την εκκωφαντική σιωπή για όλους εκείνους τους παράγοντες –κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς- που καθορίζουν τη σχολική επιτυχία – αποτυχία, τότε η απαξίωση των εκπαιδευτικών δεν είναι μακριά.
Ο εκπαιδευτικός ως «δρων υποκείμενο» δεν μπορεί να βολεύεται με το ρόλο του «υπαλλήλου ιδεολογίας» και διεκπεραιωτή των εξετάσεων. Άλλωστε από το 1892 έχει διατυπωθεί η «αιρετική» για τους καιρούς μας άποψη: «Όσοι διδάσκαλοι εργάζονται χάριν των εξετάσεων και ουχί χάριν της ορθής μορφώσεως αυτοί είναι διδάσκαλοι αγύρται και ασυνείδητοι». Σφυρηλατώντας, λοιπόν, την κοινωνική συνείδηση του οφείλει να είναι στρατευμένος στην υπόθεση της παιδείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Ακόμα και στο «σχολείο των δυσαρεστημένων» που παράγει «παραμελημένα παιδιά» έχει τη δυνατότητα παρεμβαίνοντας στην εκπαιδευτική διαδικασία να υπονομεύσει την ανταγωνιστική σχολική ατμόσφαιρα, δημιουργώντας όρους συνεργασίας επιβραβεύοντας τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Δεν αστυνομεύει και δεν επιτηρεί την εκπαιδευτική διαδικασία. Με άλλα λόγια δεν ξέρει μόνο να μιλάει και να μεταδίδει, ξέρει πρώτα απ’ όλα να ακούει. Αμφισβητώντας στην πράξη τη λειτουργία του σχολείου που παράγει «παραμελημένα παιδιά» επιλέγει το ρόλο του εμψυχωτή. Ειδικότερα οφείλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ μαθητών με διαφορετικά ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Μπορεί και πρέπει να σταθεί δίπλα στα «παιδιά των τελευταίων θρανίων» καταπολεμώντας κάθε είδους ρατσισμό.
Η αυτογνωσία του εκπαιδευτικού προϋποθέτει την αμφισβήτηση του «επίσημου ρόλου» και την ανατροπή των κοινωνικών και εκπαιδευτικών παραγόντων που θεμελιώνουν το «σχολείο των δυσαρεστημένων».