Αυτές τις μέρες ήρθε στο φως της δημοσιότητας έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στην οποία αναφέρεται εκτός των άλλων στο ρόλο των καθηγητών του λυκείου και στις σχέσεις τους με τους μαθητές. Από αυτήν προκύπτει ότι οκτώ στους δέκα μαθητές λυκείου θεωρούν ότι «οι καθηγητές τους δεν είναι επαρκείς». «Οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να με βοηθήσουν όσο χρειάζεται για να πετύχω το στόχο μου, δηλαδή να περάσω στο πανεπιστήμιο».
Μέσα στο κύμα των μαθητικών επικρίσεων και της αμφισβήτησης του σχολείου των δυσαρεστημένων ξεχωρίζει ένα πρόσωπο, ο εκπαιδευτικός. Ο «αποτελεσματικός» εκπαιδευτικός σύμφωνα με την κυρίαρχη χρησιμοθηρική αντίληψη είναι αυτός που προσανατολίζει τη μαθησιακή διαδικασία και προετοιμάζει τους μαθητές για τις εξετάσεις. Οι εξετάσεις γίνονται εργαλεία που μετατρέπουν τη διαδικασία της μόρφωσης σε εξάσκηση για το κυνήγι «χρήσιμων γνώσεων» που αποφέρουν βαθμούς. Για τον «αποτελεσματικό» εκπαιδευτικό δεν έχει σημασία ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια ελεύθερων και σκεπτόμενων πολιτών που μπορούν να κατανοήσουν την κοινωνία και να παρεμβαίνουν ενεργητικά σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας. Σημασία έχει η παροχή «συνταγών επιτυχίας» για τη συγκομιδή βαθμών.
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η μαζική αποτυχία των μαθητών επιδιώκεται έντεχνα απ’ τους πολιτικούς ταγούς να αποδίδεται στους εκπαιδευτικούς, με την εκκωφαντική σιωπή για όλους εκείνους τους παράγοντες –κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς- που καθορίζουν τη σχολική επιτυχία – αποτυχία, τότε η απαξίωση των εκπαιδευτικών δεν είναι μακριά.
Ο εκπαιδευτικός ως «δρων υποκείμενο» δεν μπορεί να βολεύεται με το ρόλο του «υπαλλήλου ιδεολογίας» και διεκπεραιωτή των εξετάσεων. Άλλωστε από το 1892 έχει διατυπωθεί η «αιρετική» για τους καιρούς μας άποψη: «Όσοι διδάσκαλοι εργάζονται χάριν των εξετάσεων και ουχί χάριν της ορθής μορφώσεως αυτοί είναι διδάσκαλοι αγύρται και ασυνείδητοι». Σφυρηλατώντας, λοιπόν, την κοινωνική συνείδηση του οφείλει να είναι στρατευμένος στην υπόθεση της παιδείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Ακόμα και στο «σχολείο των δυσαρεστημένων» που παράγει «παραμελημένα παιδιά» έχει τη δυνατότητα παρεμβαίνοντας στην εκπαιδευτική διαδικασία να υπονομεύσει την ανταγωνιστική σχολική ατμόσφαιρα, δημιουργώντας όρους συνεργασίας επιβραβεύοντας τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Δεν αστυνομεύει και δεν επιτηρεί την εκπαιδευτική διαδικασία. Με άλλα λόγια δεν ξέρει μόνο να μιλάει και να μεταδίδει, ξέρει πρώτα απ’ όλα να ακούει. Αμφισβητώντας στην πράξη τη λειτουργία του σχολείου που παράγει «παραμελημένα παιδιά» επιλέγει το ρόλο του εμψυχωτή. Ειδικότερα οφείλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ μαθητών με διαφορετικά ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Μπορεί και πρέπει να σταθεί δίπλα στα «παιδιά των τελευταίων θρανίων» καταπολεμώντας κάθε είδους ρατσισμό.
Η αυτογνωσία του εκπαιδευτικού προϋποθέτει την αμφισβήτηση του «επίσημου ρόλου» και την ανατροπή των κοινωνικών και εκπαιδευτικών παραγόντων που θεμελιώνουν το «σχολείο των δυσαρεστημένων».