Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΕΙΟΙ Του Γιώργου Κ. Καββαδία* «Δίχως Ιστορία, η εξουσία μας οδηγεί εκεί που θέλει». H. Zinn Με αφορμή τη σημερινή εθνική επέτειο αναρωτιέται κανείς, αν ο τρόπος που γιορτάζεται, δίνει τη δυνατότητα για αναστοχασμό, τόσο για τις ιστορικές συνθήκες και τον χαρακτήρα της επανάστασης του 1821, όσο και για τη σύνδεση τους με τη σύγχρονη εποχή; Μήπως, άραγε, οι τυπικές και μονόπλευρες γιορταστικές εκδηλώσεις, όχι μόνον αμβλύνουν την ιστορική μνήμη και παραχαράσσουν την ιστορική πραγματικότητα, αλλά διευκολύνουν τους κυρίαρχους να διαμορφώσουν μια κοινωνία λήθης και αδράνειας, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους; Στρατοκρατία και παρελάσεις Είναι αλήθεια ότι μέσα από τις ωραιολογίες των πανηγυρικών της ημέρας και τις τυπικές τελετές, μέσα σε ένα τεχνητό κλίμα εθνικής έξαρσης και ευφορίας που διευκολύνει την έντονη ενεργοποίηση του συναισθήματος και τον παραγκωνισμό της κριτικής σκέψης, οι ιστορικές αλήθειες κλειδώνονται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και αντικαθίστανται από εθνικούς μύθους και στερεότυπα. Από αυτού του είδους τις τελετές ξεχωρίζουν οι παρελάσεις που σε φαντασιακό και πραγματικό επίπεδο αποτελούν μια λατρευτική εκδήλωση του έθνους που μπορεί δήθεν να μας ενώσει όλους και να μας κάνει να ξεχάσουμε τις ταξικές ή άλλες διαφορές, υπενθυμίζοντας και προβάλλοντας το κοινό ένδοξο παρελθόν και το εθνικό συμφέρον. Ειδικότερα οι παρελάσεις απλώνουν τις ρίζες τους στον προηγούμενο αιώνα. Τα σχολεία εμφανίζονται παραταγμένα στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1924 που συνέπιπτε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Όμως για πρώτη φορά η μαθητική παρέλαση παίρνει χαρακτήρα επίσημο και συμπληρωματικό ως προς τη στρατιωτική , από το 1936. Τον Μάρτιο παρελαύνουν τα σχολεία επικεφαλής της πομπής, μπροστά στον Μεταξά και τον Βασιλιά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της νεολαίας και θα χρησιμοποιήσει γιορτές και παρελάσεις ως όργανα για τους σκοπούς του. Από τότε η σχολική παρέλαση συνδέθηκε απόλυτα με την στρατιωτική και ούτε οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δε διανοήθηκαν να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα των υποχρεωτικών παρελάσεων. Ο «φετιχισμός» των σχολικών βιβλίων Πολλοί καταλογίζουν στη νέα γενιά, με έναν ισοπεδωτικό, κατά κανόνα, τρόπο ιστορική άγνοια, αποσιωπώντας ή και παραποιώντας τις αιτίες. Πέρα από τις υπερβολές και, κυρίως, την απόκρυψη των αιτιών, το πρόβλημα της προσέγγισης της ιστορικής γνώσης και της κριτικής αφομοίωσης της είναι ένα από τα σοβαρότερα, γιατί η Ιστορία παραμένει terra incognita (άγνωστη γη). Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι καθαρά εκπαιδευτικό, αλλά κοινωνικό, πολιτικό. Γιατί «οι αντιπαραθέσεις για το τι θα διδαχθούν τα απιδιά στο σχολείο είναι πάντοτε αντιπαραθέσεις για το τι κοινωνία θέλουμε και ποιο θα είναι το μέλλον της». (Μ. Young) άλλωστε η πολιτική εξουσία έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει τόσο στη συγγραφή των σχολικών βιβλίων, όσο και στο «ψαλίδισμα» της ύλης επιδιώκοντας τη διαπαιδαγώγηση των νέων σύμφωνα με την «επίσημη Ιστορία» σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που ευνοεί την ιστορική αμάθεια και δικαιώνοντας τους Κινέζους που έγραφαν: «Η Ιστορία γράφεται από τους μανδαρίνους και για τους μανδαρίνους» Χρειάζεται, όμως, να εξετάσουμε πώς το μάθημα και τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας αναπαράγουν τους εθνικούς μύθους και την αμάθεια. Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 τα σχολικά βιβλία «εκσυγχρονίζονται» με βάση τις προδιαγραφές της «νέας ευρωπαϊκής σκέψης». Στη θέση των ατελείωτων πολεμικών γεγονότων και εθνικών στερεοτύπων προβάλλεται μια «σούπα ιδεών», όπου το κύριο μπερδεύεται με το δευτερεύον, το αίτιο με το αποτέλεσμα. Αντί της αναγκαίας αφήγησης που έχουν ανάγκη οι μαθητές περιέχονται θραύσματα ιστορικών γνώσεων, με αποτέλεσμα να διαβάζουν τη σελίδα χωρίς να γνωρίζουν που ακριβώς αυτή εντάσσεται. Άλλωστε σύμφωνα με τους εκσυγχρονιστές σημασία δεν έχει η εξήγηση του γεγονότος, αλλά το νόημά του. Όχι αυτό που συνέβη(γεγονός, αίτιο, αποτέλεσμα, ένταξή του στο χρόνο), αλλά αυτό που αισθάνεται ο μαθητής (βιωματική προσέγγιση), έτσι ώστε να μην υπάρχει «ιστορική αλήθεια», αλλά «ατομική αλήθεια». Με δυο λόγια και παρά τις διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν, από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας απουσιάζει το ιστορικό πλαίσιο, οι κοινωνικές συγκρούσεις εξοστρακίζονται, ενώ η συνολική αφήγηση «κόβεται» σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές. Απομένει το απομονωμένο γεγονός, ενώ το «πώς» και το «γιατί» έχουν εξαφανιστεί. Πρόκειται για σπαράγματα-θραύσματα γεγονότων χωρίς συνέχεια. Σήμερα η κυρίαρχη τάση συγγραφής της επίσημης Ιστορίας είναι μια νέα σύνθεση εθνοκεντρικού και ευρωκεντρικού προσανατολισμού στο πλαίσιο του κοσμοπολιτισμού της Νέας Τάξης Πραγμάτων έρχεται να αντικαταστήσει την «εθνική μυθολογία». Ένα βασικό δόγμα της ιδεολογίας της Νέας Τάξης είναι το «δόγμα της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας». Τα αναμορφωμένα βιβλία εκφράζουν τη νεοταξική ιδεολογία, επιδιώκουν να αποδομήσουν την όποια εθνική συνείδηση, με στόχο την ιδεολογική κατάργηση των εθνών-κρατών, το αναγκαίο συμπλήρωμα της φυσικής κατάργησής τους μέσα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Υπερτονίζουν συνεχώς τη σημασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά εξαφανίζει και κάθε ταξική διαίρεση και σύγκρουση. Παράλληλα έχει διαπιστωθεί και ερευνητικά ότι η «αναγκαστική επικέντρωση της διδασκαλίας στην προετοιμασία των μαθητών για τις εξετάσεις» είναι βασική αιτία για την αδυναμία κατανόησης των Ιστορικών γεγονότων. Στο πλαίσιο του εξεταστικοκεντρικού σχολείου κυριαρχεί ο «φετιχισμός του εγχειριδίου» (text book fetixism) που οδηγεί στην άκριτη απομνημόνευση. Έτσι οι μαθητές και οι μαθήτριες βυθίζονται σ’ ένα αρχιπέλαγος πληροφοριών, μαχών, χρονολογιών, προσώπων και γεγονότων που διαδέχονται το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα, αδυνατώντας να διαχωρίσουν το κύριο από το δευτερεύον, το αίτιο από το αιτιατό και να προσεγγίσουν την Ιστορική γνώση. Για την επανάσταση του 1821 Τόσο η εθνικιστική, όσο και η κοσμοπολίτικη προσέγγιση της Ιστορίας «ξεχνούν» ότι η επανάσταση του ΄21 ξεκίνησε από τα φτωχά λαϊκά στρώματα παρασύροντας στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού. Με το να εξωραΐζουμε πρόσωπα και κοινωνικές ομάδες που δυνάστευσαν και ταλαιπώρησαν τον λαό, δεν προσφέρουμε στην αυτογνωσία του λαού μας. Η Τουρκοκρατία εξέθρεψε κοινωνικές τάξεις με συγκρουόμενα και ανταγωνιστικά συμφέροντα, εκμετάλλευση και καταπίεση. Γι' αυτό η επανάσταση του 1821, εκτός από εθνική υπήρξε και βαθύτατα κοινωνική. Αντίθετοι στην επανάσταση στάθηκαν ο ανώτερος κλήρος, οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες στην πλειονότητά τους, στους οποίους οι Τούρκοι είχαν παραχωρήσει μια σειρά προνομίων που τους εξασφάλιζαν πλουσιοπάροχη ζωή. «Η προστασία της οθωμανικής κυβερνήσεως», γράφει ο ιστορικός Φίνλεϊ, «δημιούργησε μια ελληνική αριστοκρατία διοικητικών οργάνων και φοροεισπρακτόρων (...) Η ηθική και πολιτική θέση τούτης της τάξης αποδόθηκε άριστα με την ονομασία τους σαν είδος «χριστιανών Τούρκων». Ασφαλώς και υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί απ' αυτή την «αριστοκρατία», μόλις είδαν ότι η Επανάσταση παίρνει παλλαϊκό χαρακτήρα, έσπευσαν να ενταχθούν σ' αυτήν, όχι βέβαια για να τη βοηθήσουν να πραγματοποιήσει τους σκοπούς της, αλλά για να την καθοδηγήσουν και να την κατευθύνουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους δημιουργώντας ένα κράτος εχθρικό προς τις λαϊκές τάξεις και στρώματα. Σήμερα τον ρόλο της «Ιεράς Συμμαχίας», της αντίδρασης και της καταπίεσης λαών και εθνοτήτων στο όνομα της «Παγκοσμιοποίησης» έχουν αναλάβει οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε., οι σύμμαχοί τους και τα όργανά τους: Δ.Ν.Τ.. Παγκόσμια Τράπεζα …. Απέναντι στο σχέδιο της επιστροφής στο 19ο αιώνα και στη μετατροπή μας στους δούλους της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, ο λαός, έχουμε μια και μοναδική επιλογή κοινωνικής περηφάνιας κι αξιοπρέπειας. Μια και μοναδική επιλογή που να αντιστοιχεί στην πολύπαθη αλλά ηρωική ιστορία του τόπου μας, τη μαζική λαϊκή αντίσταση. Όσο οι κυρίαρχοι θα επιμένουν να δια-μορφώνουν τις σχολικές γνώσεις σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, τόσο οι λογαριασμοί για μια εκπαίδευση που θα μορφώνει και δε θα παραμορφώνει θα παραμένουν ανοικτοί. Απέναντι σ’ αυτή την τάση χρειάζεται μια ριζοσπαστική αντι-πρόταση, μια νέα αντίληψη για την Ιστορία που επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των νέων στο ιστορικό γίγνεσθαι σε στέρεες επιστημονικές βάσεις. Με δυο λόγια, πρέπει να αλλάξουν όλα: Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών, βιβλία, εκπαιδευτική δομή και εορταστική παράδοση των «εθνικών επετείων». Με στόχο η εκπαίδευση να συνδιαμορφώνει ελεύθερους και σκεπτόμενους πολίτες με όπλο την κριτική γνώση της Ιστορίας και την ιστορική μνήμη. Και για να θυμηθούμε τον ποιητή: «Ά, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά». (Μ. Αναγνωστάκης). Γιατί αίτημα των καιρών είναι να βρούμε τρόπους να διατηρήσουμε τη μνήμη ως τροφοδότη του νου και της ψυχής, λάβαρο χρέους για τους αγώνες του παρόντος και του μέλλοντος. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

«ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΗ» ΕΛΛΑΔΑ Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Αυτό το «όχι» της Κύπρου βαραίνει σαν εφιάλτης στα κεφάλια της τρικομματικής συγκυβέρνησης και προσφέρεται για πολλά συμπεράσματα για την πορεία της χώρας μας και το ρόλο της ΕΕ. Εν αρχή αποκαλύπτει τον απόλυτα εξαρτημένο χαρακτήρα της ελληνικής κυβέρνησης που συμφώνησε στο Eurogoup για να επιβληθεί, στην Κύπρο, μια επαίσχυντη συμφωνία, ώστε όλοι οι πολίτες της Κύπρου, αλλά και ξένοι καταθέτες, να πληρώσουν ένα επαχθέστατο «χαράτσι», μέσω του άμεσου «κουρέματος» των καταθέσεων τους, κατεδαφίζοντας το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, το οποίο καλώς ή κακώς, αποτελούσε τον μεγαλύτερο πυλώνα της Κυπριακής Οικονομίας! Σοβαρές οι παρενέργειες και για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν σχεδόν όλες θυγατρικές στην Κύπρο, ενώ ανυπολόγιστες είναι οι εθνικές συνέπειες. Στο όνομα της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» επιδιώκεται η λεηλασία της Κύπρου, μέσα από την αποσάθρωση του τραπεζικού της συστήματος με τη μαζική εκροή καταθέσεων, την ευκαιρία αγοράς κυπριακών τραπεζών από γερμανικές και ο έλεγχος της κυπριακής ΑΟΖ με τα πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου. Οι εκβιασμοί και η τρομοκρατία για άτακτη χρεοκοπία και τον αναγκαίο εθνοσωτήριο μονόδρομο της ΕΕ σε επανάληψη, όπως και στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι σήμερα. Ο μεγάλος ένοχος δεν είναι βέβαια ο «γερμανικός οικονομικός εθνικισμός», αλλά η ίδια η οργάνωση της «Ευρώπης των μονοπωλίων» που δίνει τη δυνατότητα κυριαρχίας στο Δ’ Ράιχ και στη γερμανοποίηση της Ευρώπης. Σε συνθήκες ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης το ευρώ αποτελεί το βασικό εργαλείο για την κυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Αυτή είναι μια σύγχρονη μορφή πολέμου που συνδέεται με την αξιοποίηση των οικονομικών κρίσεων που μετατρέπονται σε μέσα υποδούλωσης των λαών. Άλλωστε, ολόκληρο το οικοδόμημα της Ε.Ε. είναι σχεδιασμένο στα μέτρα των ισχυρών. Εξάλλου και σε παγκόσμιο επίπεδο η Νέα Τάξη Πραγμάτων χαρακτηρίζεται από την «ντε φάκτο παγκόσμια κυβέρνηση» που ασκείται, κυρίως από το Δ.Ν.Τ. υπηρετώντας τα συμφέροντα των υπερεθνικών εταιριών και των τραπεζών. Μέσα στο «ευρώ», αλλά και στην Ε.Ε., μία προς μία, οι περιφερειακές χώρες εξωθούνται στην αποδιάρθρωση, την κατάρρευση και τη «μνημονιακή» κηδεμονία της τρόικας Έτσι οι αδύνατοι κρίκοι μετατρέπονται σε «προτεκτοράτα» της ΕΕ, στο έλεος των πολυεθνικών διαμορφώνοντας ένα σύστημα σύγχρονης δουλείας που σαρώνονται δικαιώματα και ελευθερίες με την οικοδόμηση ενός απολυταρχικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα που οι πολιτικοί εκπρόσωποι της Κύπρου ξεστόμιζαν το «όχι» προς την ΕΕ, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας ψέλλιζε διάφορα περί «θωρακισμένης Ελλάδας», ενώ ο ελληνικός λαός βιώνει μια μνημονιακή τραγωδία. Ποτέ άλλοτε και σε καμμιά άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης δεν σημειώθηκε τόσο βίαιη ανακατανομή πλούτου που οδηγεί στην κατάρρευση του επιπέδου ζωής, τη μαζική πτώχευση του λαού (3,9 εκατομμύρια φτωχοί), στις αυτοκτονίες, στην ανεργία (1,5 εκατομμύρια άνεργοι) και την πείνα. Ταυτόχρονα εκποιείται ο δημόσιος πλούτος και εκμηδενίζεται κάθε ίχνος λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Οι τριγμοί στο οικοδόμημα της ΕΕ ακούγονται πιο δυνατοί από ποτέ άλλοτε. Το πραγματικό δίλημμα, σήμερα, είναι εξάρτηση, φτώχεια, ανεργία και ζωή χωρίς αξιοπρέπεια εντός Ε.Ε. ή ανεξαρτησία και ζωή με προοπτικές και της αξιοπρέπεια εκτός Ε.Ε.; Η αλήθεια είναι ότι η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. είναι αναγκαία, αλλά όχι και επαρκής συνθήκη για να αναστραφεί η πορεία προς το κοινωνικό ολοκαύτωμα. Πραγματική ανάπτυξη για τον κόσμο της εργασίας σημαίνει αξιοπρεπής ζωή, κάλυψη των σύγχρονων αναγκών των εργατολαϊκών στρωμάτων σε εργασία, τροφή, στέγαση, μόρφωση, Yγεία, Πρόνοια. Σημαίνει έμφαση στην ανάπτυξη της Γεωργίας και βαριάς Bιομηχανίας. Kαι για τη διασφάλιση όλων των παραπάνω, σημαίνει πρώτα και κύρια σκληρός και παρατεταμένος αγώνας για την ανατροπή του καθεστώτος της εξάρτησης και της υποτέλειας. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

Για τη βία στα σχολεία Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Πολύμορφη η βία στα σχολεία: από τον ενδοσχολικό εκφοβισμό, τον ψευτοπαληκαρισμό, το πείραγμα, τη λεκτική – ψυχολογική, αλλά και σωματική βία, το κυνήγι του αδύναμου μέχρι την κρατική, θεσμική βία και την εγκληματική δράση συμμοριών. Από το χουλιγκανισμό μέχρι το ρατσισμό και το νέο – ναζισμό που σε συνθήκες οικονομικής, ανθρωπιστικής κρίσης παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις περνώντας τις ανοχύρωτες πύλες του σχολείου. Η κυρίαρχη άποψη περί ενδο – σχολικής βίας εστιάζει σε ορισμένες μορφές του φαινομένου με μια «ψυχολογίστικη» ανάλυση περί βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, βλέποντας, έτσι, το δέντρο και χάνοντας το δάσος. Γιατί η βία είναι βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και συνδέεται με την ανισότητα και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Επομένως αναπαράγεται και στους θεσμούς της, όπως είναι και το σχολείο.. Οι σοβαρότερες αιτίες, όμως, μπορούν να αναζητηθούν στις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας που χαρακτηρίζονται από έναν απάνθρωπο ανταγωνισμό που αναπαράγεται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική περιθωριοποίηση ευπαθών κοινωνικών ομάδων που εντείνεται από την οικονομική κρίση, τα εργασιακά προβλήματα τροφοδοτούν τη βία και την εγκληματικότητα. Η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης είναι η απεχθέστερη μορφή βίας εναντίον του κόσμου της εργασίας και του «κοινωνικού κράτους» που σπέρνει τη φτώχεια, την ανεργία και τη μαζική εξαθλίωση. Όσο η φτώχεια , ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις, η βία και η εκμετάλλευση ανθούν, τόσο θα οξύνονται τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεκάδες έρευνες επισημαίνουν τη σαφέστατη σχέση του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των γονέων καθώς επίσης και της αρνητικής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας των δραστών, αλλά και τις περιορισμένες προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο πολλοί νέοι νιώθουν ότι δεν έχουν μέλλον. Από πρόσφατη έρευνα προκύπτει ότι επτά στους δέκα γονείς που ανήκουν στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα δήλωσαν ότι περιέκοψαν όλες τις παροχές προς τα παιδιά τους. (Pulse RC – ΕΚΚΕ). Διαστάσεις επιδημίας έχουν πάρει στα σχολεία οι λιποθυμίες μαθητών από υποσιτισμό. Οι μεγάλες ανισότητες έχουν οδηγήσει περίπου ένα στα τρία παιδιά και νέους κάτω των 18 ετών ή ποσοστό 30,4% με βάση στοιχεία του 2011(Eurostat) στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Παιδιά που δυσκολεύονται στη μάθηση και εγκαταλείπουν το σχολείο , που εγγράφονται στον «στρατό» της ανήλικης εγληματικότητας». Πρόκειται στην ουσία για μορφή «κρατικής κακοποίησης των παιδιών». Η βία εκφράζεται και αναπαράγεται μέσα από την αυταρχική οργάνωση του σχολείου. Ένα σχολικό περιβάλλον που υπηρετεί τη λογική των επιδόσεων, «αρένα» άγριου ανταγωνισμού, υπερφορτώνει τους μαθητές με διδακτική ύλη, στείρες και αποσπασματικές γνώσεις, πολλές άλλες υποχρεώσεις (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κ.λπ.), με πρόσθετο άγχος και ένταση, ανασφάλεια και αρνητισμό. Τέσσερα στα πέντε παιδιά βιώνουν καταστάσεις άγχους που συνδέονται με τη σχολική ζωή(Pulse RC – ΕΚΚΕ). Το σχολείο προβάλλει ακόμη και για τους πρωταγωνιστές του ως χώρος θυσίας και όχι ως χώρος ικανοποίησης και νοήματος. Ένα τέτοιο σχολείο έχει μετατραπεί σε «θερμοκήπιο βίας». Σχολική αποτυχία – δυσμενής αυτοεικόνα (αυτοϋποτίμηση) και παραβατικότητα ενώνονται μ’ ένα νήμα. Η υποτίμηση, η περιφρόνηση και η απόρριψη γίνεται η πηγή μιας συσσωρευμένης μνησικακίας από τη μεριά των παιδιών, που συσσωρεύουν αποτυχίες, αποκλεισμούς. Έτσι δεν θα αργήσει να ξεσπάσει η οργή και το μίσος. Η εκπαιδευτική πολιτική εκφράζει και αναπαράγει τη βία. Το σχολείο των περικοπών και της φτώχειας οξύνει τα φαινόμενα βίας, ενώ δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό, όπως κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι, κ.α. Βία, άλλωστε, δεν είναι οι καταργήσεις χιλιάδων τμημάτων και σχολείων; Βία δεν είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων; Γενικότερα η οικοδόμηση ενός ελιτίστικου, ανταγωνιστικού σχολείου της εξειδίκευσης και της κατάρτισης για λίγους και εκλεκτούς που απορρίπτει τους κοινωνικά αδύνατους και τους εξωθεί βίαια στην εγκατάλειψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ακραία έκφραση της συστημικής βίας. Επιπλέον, όταν η ιστορική γνώση, οι θηριωδίες και η φρίκη που προκάλεσαν στην ανθρωπότητα ο εθνικισμός και ο ναζισμός δεν είναι στις προτεραιότητες των σχολικών αναλυτικών προγραμμάτων «το αυγό του φιδιού» εκκολάπτεται πολύ γρήγορα. Παρά τις δυσκολίες υπάρχουν δυνατότητες παιδαγωγικής παρέμβασης, αλλά το πρόβλημα είναι, κυρίως, κοινωνικοπολιτικό. Οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί παρά την έλλειψη αναγκαίων υποδομών δίνουν καθημερινά μάχες κατά των προκαταλήψεων, των διακρίσεων, της ρατσιστικής ιδεολογίας. Εκτός από τη μετάδοση γνώσεων επιδιώκουν να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους με βάση τις πανανθρώπινες αξίες του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Γνωρίζουν, βέβαια, πολύ καλά ότι η βία και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται με νουθεσίες και απαγορεύσεις. Χρειάζεται συλλογικότητα, μόρφωση, πολιτισμός, μια ανθρωποκεντρική οργάνωση της κοινωνίας βασισμένης στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε.

Για τη βία στα σχολεία Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Πολύμορφη η βία στα σχολεία: από τον ενδοσχολικό εκφοβισμό, τον ψευτοπαληκαρισμό, το πείραγμα, τη λεκτική – ψυχολογική, αλλά και σωματική βία, το κυνήγι του αδύναμου μέχρι την κρατική, θεσμική βία και την εγκληματική δράση συμμοριών. Από το χουλιγκανισμό μέχρι το ρατσισμό και το νέο – ναζισμό που σε συνθήκες οικονομικής, ανθρωπιστικής κρίσης παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις περνώντας τις ανοχύρωτες πύλες του σχολείου. Η κυρίαρχη άποψη περί ενδο – σχολικής βίας εστιάζει σε ορισμένες μορφές του φαινομένου με μια «ψυχολογίστικη» ανάλυση περί βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, βλέποντας, έτσι, το δέντρο και χάνοντας το δάσος. Γιατί η βία είναι βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και συνδέεται με την ανισότητα και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Επομένως αναπαράγεται και στους θεσμούς της, όπως είναι και το σχολείο.. Οι σοβαρότερες αιτίες, όμως, μπορούν να αναζητηθούν στις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας που χαρακτηρίζονται από έναν απάνθρωπο ανταγωνισμό που αναπαράγεται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική περιθωριοποίηση ευπαθών κοινωνικών ομάδων που εντείνεται από την οικονομική κρίση, τα εργασιακά προβλήματα τροφοδοτούν τη βία και την εγκληματικότητα. Η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης είναι η απεχθέστερη μορφή βίας εναντίον του κόσμου της εργασίας και του «κοινωνικού κράτους» που σπέρνει τη φτώχεια, την ανεργία και τη μαζική εξαθλίωση. Όσο η φτώχεια , ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις, η βία και η εκμετάλλευση ανθούν, τόσο θα οξύνονται τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεκάδες έρευνες επισημαίνουν τη σαφέστατη σχέση του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των γονέων καθώς επίσης και της αρνητικής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας των δραστών, αλλά και τις περιορισμένες προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο πολλοί νέοι νιώθουν ότι δεν έχουν μέλλον. Από πρόσφατη έρευνα προκύπτει ότι επτά στους δέκα γονείς που ανήκουν στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα δήλωσαν ότι περιέκοψαν όλες τις παροχές προς τα παιδιά τους. (Pulse RC – ΕΚΚΕ). Διαστάσεις επιδημίας έχουν πάρει στα σχολεία οι λιποθυμίες μαθητών από υποσιτισμό. Οι μεγάλες ανισότητες έχουν οδηγήσει περίπου ένα στα τρία παιδιά και νέους κάτω των 18 ετών ή ποσοστό 30,4% με βάση στοιχεία του 2011(Eurostat) στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Παιδιά που δυσκολεύονται στη μάθηση και εγκαταλείπουν το σχολείο , που εγγράφονται στον «στρατό» της ανήλικης εγληματικότητας». Πρόκειται στην ουσία για μορφή «κρατικής κακοποίησης των παιδιών». Η βία εκφράζεται και αναπαράγεται μέσα από την αυταρχική οργάνωση του σχολείου. Ένα σχολικό περιβάλλον που υπηρετεί τη λογική των επιδόσεων, «αρένα» άγριου ανταγωνισμού, υπερφορτώνει τους μαθητές με διδακτική ύλη, στείρες και αποσπασματικές γνώσεις, πολλές άλλες υποχρεώσεις (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κ.λπ.), με πρόσθετο άγχος και ένταση, ανασφάλεια και αρνητισμό. Τέσσερα στα πέντε παιδιά βιώνουν καταστάσεις άγχους που συνδέονται με τη σχολική ζωή(Pulse RC – ΕΚΚΕ). Το σχολείο προβάλλει ακόμη και για τους πρωταγωνιστές του ως χώρος θυσίας και όχι ως χώρος ικανοποίησης και νοήματος. Ένα τέτοιο σχολείο έχει μετατραπεί σε «θερμοκήπιο βίας». Σχολική αποτυχία – δυσμενής αυτοεικόνα (αυτοϋποτίμηση) και παραβατικότητα ενώνονται μ’ ένα νήμα. Η υποτίμηση, η περιφρόνηση και η απόρριψη γίνεται η πηγή μιας συσσωρευμένης μνησικακίας από τη μεριά των παιδιών, που συσσωρεύουν αποτυχίες, αποκλεισμούς. Έτσι δεν θα αργήσει να ξεσπάσει η οργή και το μίσος. Η εκπαιδευτική πολιτική εκφράζει και αναπαράγει τη βία. Το σχολείο των περικοπών και της φτώχειας οξύνει τα φαινόμενα βίας, ενώ δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό, όπως κοινωνικοί λειτουργοί, παιδοψυχολόγοι, κ.α. Βία, άλλωστε, δεν είναι οι καταργήσεις χιλιάδων τμημάτων και σχολείων; Βία δεν είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων; Γενικότερα η οικοδόμηση ενός ελιτίστικου, ανταγωνιστικού σχολείου της εξειδίκευσης και της κατάρτισης για λίγους και εκλεκτούς που απορρίπτει τους κοινωνικά αδύνατους και τους εξωθεί βίαια στην εγκατάλειψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι ακραία έκφραση της συστημικής βίας. Επιπλέον, όταν η ιστορική γνώση, οι θηριωδίες και η φρίκη που προκάλεσαν στην ανθρωπότητα ο εθνικισμός και ο ναζισμός δεν είναι στις προτεραιότητες των σχολικών αναλυτικών προγραμμάτων «το αυγό του φιδιού» εκκολάπτεται πολύ γρήγορα. Παρά τις δυσκολίες υπάρχουν δυνατότητες παιδαγωγικής παρέμβασης, αλλά το πρόβλημα είναι, κυρίως, κοινωνικοπολιτικό. Οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί παρά την έλλειψη αναγκαίων υποδομών δίνουν καθημερινά μάχες κατά των προκαταλήψεων, των διακρίσεων, της ρατσιστικής ιδεολογίας. Εκτός από τη μετάδοση γνώσεων επιδιώκουν να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους με βάση τις πανανθρώπινες αξίες του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Γνωρίζουν, βέβαια, πολύ καλά ότι η βία και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται με νουθεσίες και απαγορεύσεις. Χρειάζεται συλλογικότητα, μόρφωση, πολιτισμός, μια ανθρωποκεντρική οργάνωση της κοινωνίας βασισμένης στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης», εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε. div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΙ Ή ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ;


Η πραγματικότητα για το ωράριο και τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών σε Ελλάδα και ΕΕ Του Γιώργου Κ. Καββαδία Πρώτα η κυβέρνηση και τα ελεγχόμενα ΜΜΕ αναλαμβάνουν μεθοδικά τη στοχοποίηση και την εκστρατεία συκοφάντησης κάθε κλάδου εργαζομένων και στη συνέχεια θεσμοθετούνται μέτρα εναντίον τους στο όνομα της «σωτηρίας της πατρίδος» και του «εθνικού συμφέροντος». Το ίδιο συμβαίνει και με τους εκπαιδευτικούς που υποχρεώνονται σε αύξηση του ωραρίου τους, ένα από τον κυκεώνα μέτρων που επιδεινώνουν τις συνθήκες εργασίας τους και άσκησης του παιδαγωγικού τους έργου. Διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα οι Μυτχάουζεν της πολιτικής και των ΜΜΕ παραπλανούν την κοινωνία προπαγανδίζοντας για τις λίγες ώρες εργασίας των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, χωρίς να ξεκαθαρίζουν τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ωράριο διδασκαλίας και το συνολικό ωράριο εργασίας. Είναι γνωστή η αλχημεία του Υπουργείου Παιδείας δίνοντας τα στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη αναφέρει μόνο το καταληκτικό διδακτικό ωράριο των 16 ωρών! Το ίδιο συμβαίνει και στα στοιχεία που έχουν δοθεί στον ΟΟΣΑ. Στην πραγματικότητα το διδακτικό ωράριο των καθηγητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αρχίζει από τις 21 ώρες την εβδομάδα και αποκλιμακώνεται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας σε 19, 18 και τελικά 16 μετά την εικοσαετία. Ταυτόχρονα, όμως, το ωράριο εργασίας φτάνει μέχρι τις 30 ώρες, τουλάχιστον, υποχρεωτικά, αλλά στην πράξη μπορεί να υπερβαίνει και τις 40 και περιλαμβάνει ένα πλήθος γραφειοκρατικών εργασιών και καθηκόντων, προκειμένου να λειτουργήσει το σχολείο! Αν συνυπολογίσουμε και την εργασία στο σπίτι, που συνίσταται στην προετοιμασία της διδασκαλίας για την επόμενη μέρα και τη διόρθωση των συχνών γραπτών εργασιών των μαθητών, προκύπτει ένας αυξημένος όγκος ωρών που ξεπερνά, κατά πολύ, το ημερήσιο οκτάωρο! Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η πλειονότητα των εκπαιδευτικών απασχολείται ενεργά με τη διδασκαλία μαθητών από 18 έως 20 ώρες την εβδομάδα, εξαιρώντας προκαθορισμένα διαλείμματα και άλλους χρόνους επαφής με μαθητές που δεν περιλαμβάνουν τη διδασκαλία. Από τα στοιχεία διαπιστώνουμε ότι ο μέσος όρος διδακτικών ωρών για τους εκπαιδευτικούς των 25 χωρών από τις 27 της Ε.Ε. για την κατώτερη Δ.Ε. είναι 19,1 και για αυτούς της ανώτερης Δ.Ε. είναι 18,4. Στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος διαχωρισμός, ο μέσος όρος διδασκαλίας είναι 18,5, αντίστοιχος του μέσου όρου Ε.Ε. (19,1 και 18,4). Όσον αφορά τους Έλληνες εκπαιδευτικούς προκύπτει ότι ως προς το χρόνο εργασίας συνολικά σε ετήσια βάση στο σχολείο είναι 1.170 ώρες για το γυμνάσιο και το λύκειο, ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 1.199 για την κατώτερη και 1.166 για την ανώτερη β/θμια εκπαίδευση και για την ΕΕ/19 είναι 1.133 και 1.108 αντίστοιχα. Ο μέσος όρος των καθαρών εργάσιμων εβδομάδων για τους εκπαιδευτικούς κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 38,6 εβδομάδες, ενώ στην Ελλάδα οι εργάσιμες εβδομάδες για τους εκπαιδευτικούς είναι 39, λίγο πάνω από το μέσο όρο ΕΕ/27. Όσον αφορά το διαθέσιμο χρόνο στο σχολείο από τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία ο μέσος όρος είναι 27.5 ώρες και για την κατώτερη και για την ανώτερη β/θμια εκπαίδευση, ενώ για την Ελλάδα είναι 30 ώρες. (Στοιχεία ΚΕΜΕΤΕ/ΟΛΜΕ – ΟΟΣΑ) Σε γενικές γραμμές, οι χώρες τείνουν να μειώνουν τον εβδομαδιαίο διδακτικό χρόνο των εκπαιδευτικών στην κατώτερη και στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μόνο η Βουλγαρία και η Ρουμανία ουσιαστικά αυξάνουν τον αριθμό των ωρών για τους εκπαιδευτικούς στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Άλλωστε σύμφωνα με έρευνα της Unesco προκύπτει ότι μια ώρα εργασίας των εκπαιδευτικών ισοδυναμεί με τέσσερις άλλων κλάδων εργαζομένων. Άρα ένα εβδομαδιαίο διδακτικό ωράριο 21 ωρών ισοδυναμεί με 84 ώρες! Μισθολογική εξαθλίωση – εργασιακή ομηρία Έτσι, ίσως, μπορεί να κατανοηθεί τι σημαίνει για τον εκπαιδευτικό και την ποιότητα της εκπαίδευσης ακόμα και μια ώρα αύξησης του ωραρίου. Ακόμα και μια ώρα δεν μπορεί να προσμετρηθεί με ποσοτικά κριτήρια. Μια επιπλέον ώρα μπορεί να σημαίνει την αναστάτωση και την αποδιοργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφού συνοδεύεται με ανακατανομές μαθημάτων και τμημάτων, νέο πρόσθετο διδακτικό αντικείμενο ή και μετακίνηση σε άλλο σχολείο. Στην Ελλάδα του 2013 υπάρχουν εκπαιδευτικοί που διδάσκουν και μετακινούνται ακόμα και σε 6 σχολεία και από το ένα χωριό στο άλλο διανύοντας ατέλειωτα χιλιόμετρα! Για ένα γλίσχρο μισθό που ισοδυναμεί μόλις με το 19% του συναδέλφου του στο Λουξεμβούργο ή το 53% στην Κύπρο και το 58% του μέσου όρου των χωρών της Ευρώπης. Από μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ προκύπτει ότι η μείωση του καθαρού εισοδήματος των εκπαιδευτικών από το 2009 μέχρι και το 2012 κυμαίνεται από 4.740 περίπου ευρώ για έγγαμους και με 33 χρόνια υπηρεσίας μέχρι 6.585 για τους νεοδιόριστους. Ποσοστιαία η μείωση αυτή κυμαίνεται από 21% περίπου έως 45%. Και βέβαια δεν υπολογίζεται η νέα αφαίμαξη μισθών από την πρώτη κιόλας μέρα του 2013 με βάση το φορο – ληστρικό σύστημα που ψηφίστηκε πρόσφατα. Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι ο ανώτερος μικτός ετήσιος μισθός εκπαιδευτικού σε λύκειο στις χώρες της ευρωζώνης ανέρχεται κατά μέσο όρο 48.690 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα που κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις του σχετικού πίνακα πάνω μόνο από Μάλτα, Εσθονία και Σλοβακία, μόλις 25.756 ευρώ. Όσον αφορά τον κατώτερο μισθό η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, πάνω μόνο από την Εσθονία με 14.104 ευρώ, έναντι 28.939 που είναι ο μέσος όρος. Και μάλιστα όσο πιο αντίξοες είναι οι οικονομικές συνθήκες, τόσο πιο δύσκολο και επίπονο γίνεται και το εκπαιδευτικό έργο. Με μαθητές που υποσιτίζονται και λιποθυμούν σε σχολεία που δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ο μαθητικός πληθυσμούς που παραιτείται και αδυνατεί να παρακολουθήσει ουσιαστικά την εκπαιδευτική διαδικασία. Με τις καταργήσεις σχολείων και τμημάτων και τη «σαρδελοποίηση» των μαθητών σε πολυπληθή τμήματα επιδεινώνονται οι συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου και ανοίγουν οι δρόμοι της απο - μόρφωσης και της εγκατάλειψης του δημόσιου σχολείου. Σε αυτές τις συνθήκες οι εκπαιδευτικοί υποχρεώνονται να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες, να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο προετοιμασίας για να αυτομορφωθούν και να επιμορφωθούν ανασκευάζοντας παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας για μπορούν να μετατρέψουν τις παγωμένες και γυμνές από υλικοτενική υποδομή και εποπτικά μέσα, αίθουσες σε εργαστήρια μάθησης και δημιουργίας. Στην Ελλάδα ο εκπαιδευτικός δεν αντιμετωπίζεται ως επιστήμονας με πολυσύνθετο έργο και παιδαγωγός που διαμορφώνει ελεύθερους και κριτικά σκεπτόμενους πολίτες, αλλά ως φτωχός και άβουλος δημόσιος υπάλληλος – ιμάντας μεταβίβασης της κυρίαρχης γνώσης και ιδεολογίας. Ειδικότερα με το πρόσφατο Π.Δ. για την αξιολόγηση – χειραγώγηση – κατηγοριοποίηση - επιδιώκεται η μισθολογική καθήλωση και διοικητική υποδούλωση. Παράλληλα διαμορφώνεται ένα απολυταρχικό κράτος με την κυριαρχία των κατασταλτικών μηχανισμών και τις βασικές ελευθερίες εν αναστολή. Με το νόμο 4093/2012, το περιβόητο Μνημόνιο διαμορφώνουν ένα εργασιακό τοπίο βαρβαρότητας που κρατά τους εκπαιδευτικούς όμηρους του διοικητικού μηχανισμού και της κυβέρνησης, χωρίς δικαιώματα και σκυφτούς μπροστά σε μια αυταρχική εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η άρση του αμετάθετου. Εύκολα με βάση το σιδερένιο πειθαρχικό πλαίσιο βλέπουν το δρόμο προς την αργία, τη διαθεσιμότητα και την απόλυση, αν εμπλέκονται σε οιαδήποτε διοικητική ή ποινική δίωξη, ενώ καταργείται ακόμα και το τεκμήριο της αθωότητας. Ο εργασιακός μεσαίωνας επελαύνει, το καθεστώς εργασιακής τρομοκρατίας οικοδομείται. Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να οικοδομήσουν το φθηνό, ευέλικτο, πειθαρχημένο σχολείο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείου με εκπαιδευτικούς φτωχούς και υποταγμένους για να διαμορφώνουν ένα εξειδικευμένο, αλλά αμόρφωτο εργατικό δυναμικό, εμείς έχουμε κάθε λόγο να να προβάλουμε το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία.

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ


Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών: α) Κατηγορία Ι Εκπαιδευτικό περιβάλλον β) κατηγορία ΙΙ Σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας γ) Κατηγορία ΙΙΙ Διεξαγωγή της διδασκαλίας και αξιολόγηση των μαθητών δ) Κατηγορία IV Υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια ε) Κατηγορία V Επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού, όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές, από το κλίμα στην τάξη μέχρι τη χρήση νέων τεχνολογιών ή την προετοιμασία για τη διδασκαλία. Όμως αυτή η μέτρηση των ανθρώπινων διανοητικών λειτουργιών γίνεται με βάση τις αρχές και τους στόχους του σχολείου της αγοράς. Είναι προϊόν μιας τεχνοκρατικής και ακραίας οικονομίστικης αντίληψης για την εκπαίδευση. Οι επιδόσεις των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χρησιμοποιούνται ως μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, ως δείκτες προαγωγιμότητας και ανταγωνιστικότητας. Η υποταγή του σχολείου στους νόμους της «ελεύθερης αγοράς» διαμορφώνει βαθμιαία ένα νέο τύπο σχολείου: το σχολείο της αγοράς, στο οποίο εφαρμόζονται μοντέλα αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» (ISO 9000), σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Με άλλα λόγια η αγορά διεισδύει παντού: «γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση», «ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες», κι αφού το σχολείο «παράγει» ικανότητες, μπορεί κι αυτό να αλωθεί από τους νόμους της αγοράς. Μια τέτοια θεώρηση απορρέει από τη γενικότερη αντίληψη περί εμπορευματοποίησης των πάντων στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου όλα εμπορευματοποιούνται και κάθε εμπόρευμα έχει και την τιμή του. 1. Η αξιολόγηση ως αυταρχική διαδικασία, αλλάζει δραματικά το κλίμα στη σχολική τάξη και το σχολείο εντείνει τον ανταγωνισμό, εθίζει στη δουλοπρέπεια με αποτέλεσμα η ελεύθερη σκέψη και η όποια παιδαγωγική αυτονομία να αντικαθίστανται από την πλήρη υποταγή και τον ασφυκτικό έλεγχο. Επιπλέον προκαλεί ανταγωνισμούς και συγκρούσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, κατατάσσοντάς τους σε κατηγορίες : «ελλιπείς», «επαρκείς», «πολύ καλοί», «εξαιρετικοί». Οδηγεί σε θεατρινισμούς με τις επισκέψεις των Σχολικών Συμβούλων στις τάξεις για τη σύνταξη των ατομικών αξιολογικών εκθέσεων και στην αυλοκολακεία για θετικές εκθέσεις από τους διευθυντές. Θέτει τα θεμέλια μιας ιστορικής διάσπασης του εκπαιδευτικού σώματος με την κατηγοριοποίηση σε «στελέχη – αξιολογητές» και «εκπαιδευτικούς – αξιολογούμενους». Ταυτόχρονα, η διαπλοκή του κομματικού – κυβερνητικού μηχανισμού με την αξιολογική ιεραρχία, απειλεί να εγκαθιδρύσει μια ιδιόμορφη «δικτατορία των αξιολογητών» στα εκπαιδευτικά συνδικάτα, οδηγεί στο οξύμωρο σχήμα οι αξιολογούμενοι εκπαιδευτικοί να εκπροσωπούνται (έκοντες – άκοντες) στα συνδικαλιστικά όργανα από τους αξιολογητές τους ! Προβάλλει τον εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες ουσιαστικά δεν αποτελούν αντικείμενο της αξιολόγησης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.2. Η πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί την αξιολόγηση για να χειραγωγήσει ιδεολογικά τους εκπαιδευτικούς, ελέγχοντας τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς – και κατ’ επέκταση των μαθητών – σύμφωνα με τις κυρίαρχες αξίες και πρότυπα. Μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς σε «άβουλους και μοιραίους», «yes men», υπαλλήλους που πάσχοντας από μόνιμη οσφυοκαμψία ευθυγραμμίζονται με την εκπαιδευτική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης και την επίσημη κρατική διδακτική. Εξάλλου η σχολική γνώση έχει έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα και ορίζεται από δύο βασικές παραμέτρους: τι είδους εργαζόμενο και πολίτη θέλει να διαμορφώσει το σχολείο και ποια πολιτική ιδεολογία θέλει να εμφυσήσει. 3. Το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες φιλτράρεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιέχει μόνο γνώσεις που αξιώνουν και αναπαράγουν το καπιταλιστικό σύστημα. Επομένως ο εκπαιδευτικός, πρέπει να αναπαράγει γνώσεις που εμφανώς σε πολλά σημεία είναι αντιανθρώπινες. Πέρα από τους μύθους της εξουσίας, η αλήθεια είναι ότι η επιστημονική συγκρότηση, η παιδαγωγική κατάρτιση και η διδακτική ικανότητα δεν είναι ποσοτικά μεγέθη που μπορούν να μετρηθούν. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν μέθοδοι ή κριτήρια «αντικειμενικά» και «αξιοκρατικά». H εκπαιδευτική διαδικασία και ο εκπαιδευτικός δεν μπορούν να διασπαστούν σε επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία και να μετρηθούν μέσα από 2 - 3 επισκέψεις του Σχολικού Συμβούλου στην τάξη ή από τη συμμετοχή σε σεμινάρια κ.λπ. H εκπαιδευτική διαδικασία έχει χαρακτήρα δυναμικό και όχι στατικό, επηρεάζεται από πλείστους όσους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες και άρα δεν μπορεί να διασπαστεί και να μετρηθεί. Ειδικότερα η τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, όπως έδειξαν οι πρόσφατες επιλογές περιφερειακών διευθυντών με βάση την αναλογία 4 ΝΔ – 2 ΠΑΣΟΚ – 1 ΔΗΜΑΡ στοχεύει στη συγκρότηση ενός αυταρχικού και ιεραρχικού διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης πλήρως ελεγχόμενου από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης που δεν υλοποιεί απλά και μόνο την κυβερνητική πολιτική, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης, αυταρχικού ελέγχου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών στη βάση των πελατειακών σχέσεων και του ρουσφετιού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι απερχόμενοι Περιφερειακοί Διευθυντές αξιοποιούνται στο ρόλο του Σχολικού Συμβούλου αποκαλύπτοντας έτσι την πολιτική διάστασή του. Σε αυτή την κατεύθυνση δρομολογούνται και οι επιλογές των Διευθυντών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, αλλά και των Διευθυντών Σχολείων με λιγότερο αυστηρά κομματικά κριτήρια, λόγω πλήθους και χαμηλότερης θέσης στην πυραμίδα που διοικητικού μηχανισμού. Το κράτος της μίζας, της ρεμούλας, του ρουσφετιού και της συναλλαγής κτίζεται πάνω στα ερείπια του «κράτους – πρόνοιας». Παράλληλα διαμορφώνεται ένα απολυταρχικό κράτος με την κυριαρχία των κατασταλτικών μηχανισμών και τις βασικές ελευθερίες εν αναστολή. Ακόμα και η συνδικαλιστική δράση ή η διαμαρτυρία ποινικοποιούνται. Τα νέα πειθαρχικά μέτρα στο πλαίσιο του Μνημονίου 3 αποδεικνύουν ότι η αργία και η απόλυση δεν είναι απλά μια απειλή, αλλά η δαμόκλειος σπάθη που επικρέμεται πάνω από το κεφάλι κάθε εργαζόμενου στο Δημόσιο, κάθε εκπαιδευτικού. Γενικότερα αυτή η φλύαρη παράθεση ατελείωτων κριτηρίων έχει διπλό σκοπό: από τη μια να δημιουργήσει την αίσθηση της επιστημονικής και ενδελεχούς καταγραφής κριτηρίων και από την άλλη να τρομοκρατήσει και να αυτό – ενοχοποιήσει τον εκπαιδευτικό ότι δήθεν … αγνοεί τα στοιχειώδη. ΟΙ ΘΥΤΕΣ ΕΝΟΧΟΠΟΙΟΥΝ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ Ή ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ας διερευνήσουμε, λοιπόν, αναλυτικά τα κριτήρια αξιολόγησης ανά κατηγορία: Κατηγορία 1η: Εκπαιδευτικό περιβάλλον. Περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: α) Διαπροσωπικές σχέσεις και προσδοκίες. β) Παιδαγωγικό κλίμα στη σχολική τάξη. γ) Οργάνωση της σχολικής τάξης. Έξω και πέρα από κάθε επιστημονική δεοντολογία, ακόμα και της αστικής παιδαγωγικής, κατά τους συντάκτες του Π.Δ., το εκπαιδευτικό περιβάλλον διαμορφώνεται αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό. Η «απουσία σχέσεων» ή «σχέσεις αδιάφορες», η μικρή συμμετοχή των μαθητών, η έλλειψη προσδοκιών, η επιβολή κυρώσεων χρεώνονται στον εκπαιδευτικό. Εν κενώ νομοθετούν ως διεστραμμένοι και ανεγκέφαλοι οι γραφειοκράτες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α., αφού απομονώνουν το εκπαιδευτικό περιβάλλον από το στενό οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό, αλλά και εκπαιδευτικό περιβάλλον που διαμορφώνουν εκπαιδευτικούς και μαθητές που καθορίζουν την προσωπικότητά τους και κατ’ επέκταση και τις διαπροσωπικές σχέσεις και προσδοκίες. Εξαφανίζουν τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες, «αγνοούν» την ιεραρχική και αυταρχική οργάνωση, το ανταγωνιστικό, χρησιμοθηρικό χαρακτήρα και τον επιλεκτικό ρόλο του σχολείου που καθορίζουν τις ανταγωνιστικές σχέσεις, σχέσεις εξουσίας στο σχολείο και την απουσία αυθεντικών διαπροσωπικών σχέσεων και σχέσεων ουσιαστικής συνεργασίας και αλληλεγγύης. Όταν το σχολείο διαπαιδαγωγεί τους μαθητές με τα πρότυπα της ατομικής επιτυχίας και της βαθμοθηρίας, όπως δείχνει ακόμα και η οργάνωση της σχολικής αίθουσας, όταν το σχολείο λειτουργεί επιλεκτικά και μέσα από τις εξετάσεις και τους αξιολογικούς μηχανισμούς των μαθητών απορρίπτει και κατηγοριοποιεί τους μαθητές, τότε πώς ο «πολύ καλός» εκπαιδευτικός μπορεί να « δημιουργεί, με λόγια και πράξεις, συνθήκες αποδοχής, στήριξης και ενθάρρυνσης για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές»; Οι γραφειοκράτες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. δείχνουν περισσή …ευαισθησία «για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, ιδίως για τους προερχόμενους από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες». Ποιοι; Αυτοί που διαμορφώνουν και στηρίζουν το σχολείο της ανισότητας και των ταξικών φραγμών, το σχολείο των λίγων και εκλεκτών, αυτοί που στηρίζουν την κοινωνία της ανισότητας, της αδικίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο …αναθέτουν στον «πολύ καλό εκπαιδευτικό να εξαφανίσει ως μάγος τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες! Ακόμα περισσότερο ο «εξαιρετικός» εκπαιδευτικός «εμπεδώνει δημοκρατικό τρόπο επικοινωνίας και επίλυσης θεμάτων». Από την άλλη κατηγορούν και χαρακτηρίζουν «ελλιπή» τον εκπαιδευτικό που «χρησιμοποιεί ως βασικό μέσο επίτευξης της σχολικής πειθαρχίας την επιβολή κυρώσεων». Τότε γιατί οι ιθύνοντες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. θέλουν ένα σχολείο με θεσμοθετημένους μηχανισμούς αυταρχικού ελέγχου για την πειθάρχηση των μαθητών με κυρώσεις και τιμωρίες. Αυτοί που εξοπλίζουν με αυταρχικά μέσα και τιμωρίες το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς παρουσιάζονται ως δημοκράτες και κατήγοροι των εκπαιδευτικών που χρησιμοποιούν κυρώσεις και ποινές! Πέρα από τις αντιφάσεις και την υποκρισία είναι φανερό ότι θέλουν να διαμορφώσουν ένα σχολείο αυστηρής πειθάρχησης δείχνοντας στην κοινωνία ότι ο μεγάλος ένοχος για «τα στραβά και τα ανάποδα» , για τις δυσαρμονικές διαπροσωπικές σχέσεις στο σχολείο, είναι ο εκπαιδευτικός. Οι γραφειοκράτες, λοιπόν, του ΣΔΟΕ, συγνώμη του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. βρήκαν τον ένοχο για το «ψυχρό κλίμα» στην τάξη και την «αδιαφορία» των μαθητών στο πρόσωπο του «ελλιπή» εκπαιδευτικού. Αντίθετα ο «πολύ καλός» και «εξαιρετικός» εκπαιδευτικός με το μαγικό ραβδί εξαφανίζει τις αντίξοες κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες και συντελεί στην «ύπαρξη και ενίσχυση κλίματος συλλογικότητας και πρωτοβουλίας» και «διευκόλυνσης της μετάβασης μαθητών από σχολική βαθμίδα σε βαθμίδα». Αν θέλουμε να είμαστε τόσο επιστημονικά ακριβείς όσο και δίκαιοι, οφείλουμε να «αναγνώσουμε» τη σχολική πραγματικότητα από όλες τις πλευρές. Ο εκπαιδευτικός καλείται όχι μόνο να μεταδώσει γνώσεις, αλλά και να απορρίψει, να κατηγοριοποιήσει, να κατατάξει το μαθητικό δυναμικό. Χωρίς να είναι ο αποκλειστικός ένοχος για τους ταξικούς φραγμούς (κοινωνικοί όροι, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ.), εντούτοις αποτελεί το ενδιάμεσο αναγκαίο μεσολαβητικό στάδιο για την κοινωνική αναπαραγωγή των ανισοτήτων στο χώρο του σχολείου. Ο κατανεμητικός και ιδεολογικός μηχανισμός της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί τον εκπαιδευτικό στο σημείο-κλειδί της λειτουργίας του στην αξιολόγηση. Ο … BIG BROTHER ΕΠΙΤΗΡΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Κατηγορία 2η: «Σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας» Περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: αα) Βαθμός πρόσληψης των δυνατοτήτων και αναγκών των μαθητών. ββ) Στόχοι και περιεχόμενο. γγ) Διδακτικές ενέργειες και εκπαιδευτικά μέσα. Στο ανταγωνιστικό και επιλεκτικό σχολείο των λίγων και εκλεκτών που η καρδιά και ο νους του είναι οι εξετάσεις απαιτούν από τον εκπαιδευτικό που δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί δασκαλοκεντρικούς και αυταρχικούς τρόπους διδασκαλίας, όπως η μετωπική, να λαμβάνει υπόψη του «την κοινωνικο – πολιτισμική σύνθεση και τις διαφοροποιημένες μαθησιακές ανάγκες και δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών της τάξης του», ακόμα και τις «εξωσχολικές εμπειρίες». Βέβαια όλα αυτά και τις «ικανότητες» και «αδυναμίες» του ίδιου του εκπαιδευτικού θα τις διαγνώσουν μέσα από τις εκθέσεις τους οι … παντοδύναμοι θεοί της αξιολόγησης, οι σχολικοί σύμβουλοι. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά! Πώς και με ποια κριτήρια, και κυρίως μέσα από δύο επισκέψεις στην τάξη διαπιστώνεται ότι η προετοιμασία είναι «ελλιπής» ή «εσφαλμένη»; Πώς γίνεται αντιληπτός ο «μακρο –προγραμματισμός» και «μικρο – προγραμματισμός» και η «μεταγνωστική ανάπτυξη» και η μετα – τέτοια …, μόνο οι … φωστήρες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. μπορούν να «κατανοήσουν». Είναι σαφές, ότι δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες παιδαγωγικής και συμπεριφορών. Χιλιάδες προσπάθειες των αστικών ιδεολογιών και των παιδαγωγικών ερευνητικών σχολών τους, οδηγήθηκαν πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα. «Δεν υπάρχουν παιδαγωγικοί κανόνες και συμπεριφορές που να προάγουν από μόνες τους και αποδεδειγμένα το μορφωτικό αγαθό». Γιατί η παιδαγωγική σχέση μαθητή – καθηγητή, εκπαιδευτικού – εκπαιδευόμενου, εσωκλείει τους βαθύτερους προσδιορισμούς και ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ειδικότερα οι γραφειοκράτες της εξουσίας «αγνοούν» ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και απαξίωσης της παιδείας, με μαθητές που υποσιτίζονται και λιποθυμούν σε σχολεία που δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ο μαθητικός πληθυσμούς που παραιτείται και αδυνατεί να παρακολουθήσει ουσιαστικά την εκπαιδευτική διαδικασία. Από πρόσφατη έρευνα του Χρήστου Κάτσικα προκύπτει ότι το 87% των εκπαιδευτικών εκτιμούν ότι αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών που δεν καταβάλουν καμιά προσπάθεια σε σχέση με πριν λίγα χρόνια. Επίσης το 76% υποστηρίζει ότι μειώνεται η ομάδα των μαθητών με υψηλές επιδόσεις και το 95% ότι είναι μειωμένες οι προσδοκίες των μαθητών για εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προοπτικές.4. Χωρίς αμφιβολία η κυβερνητική πολιτική οξύνοντας τα κοινωνικά προβλήματα προκαλεί εκρηκτικές συνθήκες και συρρικνώνοντας τη δημόσια εκπαίδευση ανοίγει το δρόμο για τη μαζική εγκατάλειψη του σχολείου, την εκτόξευση της μαθητικής διαρροής για τα μεγάλα τμήματα που βυθίζονται στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. «Το να κατηγορούμε τους καθηγητές για τα άσχημα αποτελέσματα στα τεστ, σε αστικά σχολεία με υψηλά ποσοστά φτωχών και σαφώς μη προνομιούχων μαθητών, καταγόμενων από κακόφημες περιοχές και προερχόμενων από διαλυμένες οικογένειες, είναι σα να κατηγορούμε έναν αγρότη, επειδή είχε κακή συγκομιδή μετά από περίοδο ξηρασίας. Είναι σα να κατηγορούμε έναν οδηγό λεωφορείου επειδή δεν τήρησε τα δρομολόγια, ενώ μεγάλο μέρος της διαδρομής που έπρεπε να διανύσει ήταν πλημμυρισμένη». (Paul Street, Χτυπώντας το Νεοφιλελευθερισμό στο Σικάγο) ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ - ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ Κατηγορία 3η: Διεξαγωγή της διδασκαλίας και αξιολόγηση των μαθητών Περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: α) Προετοιμασία μαθητών για τη διδασκαλία. β) Διδακτικές ενέργειες και εκπαιδευτικά μέσα. γ) Ενέργειες μαθητών κατά τη διαδικασία μάθησης. δ) Εμπέδωση της νέας γνώσης και αξιολόγηση των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ούτε «μοναδικός ένοχος»- ούτε «ολοκληρωτικά αθώος» για όσα συμβαίνουν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κανείς, όμως, σοβαρός μελετητής των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων δε θεωρεί αποκλειστικές παραμέτρους στην εκπαίδευση τα ζωντανά της στοιχεία (μαθητές – εκπαιδευτικοί). Μια σειρά άλλοι όροι, όπως το αναλυτικό πρόγραμμα, η υποδομή, τα βιβλία, ο κοινωνικός περίγυρος, η τιμή του απολυτηρίου, ο μισθός εργασίας, οι παιδαγωγικές μέθοδοι είναι εξίσου σημαντικοί. Πώς μπορεί ένα τρίτος, ακόμα και ένας … “superman” , παντογνώστης σχολικός σύμβουλος μπορεί να διαγνώσει ότι είναι «ασαφής» ή ότι δημιουργεί «σύγχυση» η ενημέρωση και προετοιμασία των μαθητών, αφού δεν έχει στοιχειώδη εικόνα για το «επίπεδο των μαθητών» που βεβαίως δεν μπορεί να το προσσεγγίσει κανείς ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια; Από την άλλη σε μια τάξη που δεν είναι ενιαία πώς μπορεί να αξιολογηθεί ο προσανατολισμός των μαθητών «στο θέμα, στους στόχους και στη διαδικασία κάθε μαθήματος» και πολύ περισσότερο η ενεργοποίηση της προηγούμενης γνώσης. Όλοι οι μαθητές ομοιόμορφα έχουν κατακτήσει την προηγούμενη γνώση; Ο εκπαιδευτικός που επιμένει στην εμπέδωση της προηγούμενης γνώσης, αν γνωρίζει ότι κάποιοι -πολλοί ή λίγοι- δεν την έχουν εμπεδώσει γιατί να θεωρείται «ελλιπής» και όχι συνεπής προς κάποιες πολύ υψηλότερες παιδαγωγικές και ανθρωπιστικές αξίες που παραγνωρίζουν οι γραφειοκράτες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α.; Στους «πρόσφορους τρόπους» για την «ανάπτυξη σχετικού προβληματισμού» περιλαμβάνονται γεγονότα και παραδείγματα από την κοινωνική και πολιτική ζωή που είναι «δυσάρεστα» για τους θιασώτες της κυβερνητικής πολιτικής, όπως οι συντάκτες του Π.Δ.; Πώς χαρακτηρίζεται ο εκπαιδευτικός που αναφέρει π.χ. ότι είναι μύθος το «κρυφό σχολειό» ή ότι οι κυβερνήσεις γενικότερα και ειδικότερα την τελευταία τριετία παραβιάζουν κατάφωρα ακόμα και αυτό το αστικό σύνταγμα και έχουν εκχωρήσει την Εθνική Ανεξαρτησία. Ποια παιδαγωγικά και επιστημονικά ρεύματα γίνονται αποδεκτά; Mόνο αυτά που «νομιμοποιεί» η κυρίαρχη ιδεολογία; Πώς οριοθετείται το «επιτρεπτό» για τον εκπαιδευτικό; «Nομιμοποιούνται» οι πρωτοβουλίες των εκπαιδευτικών; Όσο και να προσπαθούν με φλύαρες και δήθεν επιστημονικές προσεγγίσεις μέσα από μια γλώσσα – πινόκιο, να κρυφτούν οι πραγματικοί στόχοι της αξιολόγησης, δεν μπορούν και σε κάποια σημεία αποκαλύπτονται. Στόχος, λοιπόν, η ιδεολογική συμμόρφωση και πειθάρχηση των εκπαιδευτικών, να μπουν στα «διδακτικά τους φέρετρα», ειδάλλως θα έχουν τη σφραγίδα του «ελλιπή» που «κινείται εκτός στόχων ή και περιεχομένου». Με άλλα λόγια, μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου των εκπαιδευτικών υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και μια αντίληψη για την ιδεολογική χειραγώγηση του εκπαιδευτικού, με την επιβολή μιας κρατικής διδακτικής. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ότι σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά πορίσματα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η αλήθεια: «Δεν υπάρχει κώδικας διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα, ούτε μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει περισσότερο».5. «Πολύ καλός» και «εξαιρετικός» είναι ο εκπαιδευτικός αποβλέπει «στη διασφάλιση του βιώματος της επιτυχίας σε όλους τους μαθητές». Για τη μη «κατανόηση» ένοχος είναι ο «ελλιπής» εκπαιδευτικός. Όταν οι μαθητές έρχονται στο σχολείο νηστικοί, εξαντλημένοι, ταλαιπωρημένοι, αγχωμένοι, όταν δεν έχουν στο σπίτι κανένα να τους βοηθήσει, επειδή οι γονείς είναι φτωχοί ή άνεργοι , ούτε το καλύτερο βιογραφικό ενός εκπαιδευτικού, ούτε ο πιο καλοπληρωμένος δάσκαλος δεν μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία. Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι μια σειρά κριτήρια αλληλοαναιρούνται. Για παράδειγμα ο εκπαιδευτικός πρέπει να προσαρμόζει το ρυθμό μάθησης στις ανάγκες των μαθητών, αλλά να μπορεί να βγάλει την ύλη και μάλιστα να την έχουν εμπεδώσει όλοι οι μαθητές. Επίσης ο εκπαιδευτικός πρέπει να μην προβάλλει αξιακά φορτισμένες πεποιθήσεις –αλλά να δείχνει τις επιστημολογικές αντιπαραθέσεις στο θέμα που πραγματεύεται κ.α. Αυτό πώς ερμηνεύεται στη διδασκαλία του Δαρβίνου στη Βιολογία, του καπιταλισμού στην Οικονομία, του Εμφυλίου ή της επανάστασης στην Ιστορία, του Γ. Ρίτσου στη Λογοτεχνία και σε άπειρα, ακόμα παραδείγματα; 6. Αναστοχαστικές αντιπαραθέσεις και άλλα φληναφήματα σε ένα εξεταστικοκεντρικό σχολείο, όπου όλα θυσιάζονται στο βωμό των εξετάσεων. Για να μπορέσει το αστικό σχολείο να επιτελέσει το ρόλο του χρειάζεται, πέρα από τον πειθαναγκασμό, την υπαλληλοποίηση και τη συμμόρφωση του εκπαιδευτικού, να προσδιορίσει άλλους «βασικούς συντελεστές» για την επιτυχία των σκοπών του. H έμφαση αυτή στην «προτυποποίηση» και ομοιομορφία της εκπαιδευτικής και διδακτικής μας πραγματικότητας συνδέεται στενά όχι μόνο με την πρόθεση άσκησης ελέγχου αλλά και με τις ανάγκες τήρησης των ιδεολογικών λειτουργιών του σχολικού μηχανισμού. Mε άλλα λόγια, μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου των εκπαιδευτικών υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και μια αντίληψη για την ιδεολογική χειραγώγηση του εκπαιδευτικού με την επιβολή μιας κρατικής διδακτικής. 7. Όσο για τη γνώση που διδάσκεται στο σχολείο, ποια γνώση πρέπει να διδάσκεται και με ποιες μεθόδους, καθώς και ποια γνώση και με τι τρόπο εξετάζεται, αποτελεί και πολιτικό - ιδεολογικό ζήτημα και εμπίπτει στο χώρο της πολιτισμικής αυθαιρεσίας των κυρίαρχων ομάδων που διαμορφώνουν το curriculum. Οι επιλογές αυτές «επιβάλλουν» στον κοινό νου μια απάντηση στο ερώτημα «ποια γνώση είναι χρησιμότερη», καθώς η γνώση που επιλέγεται να διδαχθεί και να εξετασθεί στο σχολείο αποκτά συμβολικό κύρος μέσω των σχολικών μηχανισμών, που τη νομιμοποιούν και την υποστασιοποιούν ως χρησιμότερη από άλλες γνωστικές περιοχές (Young 1971). Αυτό το ζήτημα δεν απασχολεί την αξιολόγηση, η οποία θεωρεί το σχολείο όπως είναι οργανωμένο και τη γνώση που έχει επιλεγεί να διδάσκεται και τον τρόπο με τον οποίο εξετάζεται ως πραγματικότητες αναπόφευκτες, χωρίς εναλλακτικές προτάσεις. Όπως επισημαίνει και ο Giroux (1988: 14) το ερώτημα «Γιατί να διδάσκεται αυτή η γνώση;» υποσκελίζεται από το ερώτημα: «Πώς θα διδάξουμε τη δεδομένη γνώση καλύτερα;». Έτσι, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου καθιστά τον συγκεκριμένο τύπο γνώσης «θέσφατο» αφού ακόμη και αν κάποιος εκπαιδευτικός την αμφισβητήσει και προσπαθήσει να διευρύνει τη διδασκαλία του με άλλα στοιχεία, τα οποία όμως δεν εξετάζονται και κατά συνέπεια δεν αξιολογούνται από τους δείκτες επίδοσης των μαθητών θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους μαθητές, τους γονείς και με τις διοικητικές αρχές της εκπαίδευσης, οι οποίες θα αξιολογήσουν αρνητικά αυτή την «απόκλιση» του από το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο εξετάζεται. Όταν όλη τη χρονιά η εκπαιδευτική διαδικασία υποτάσσεται στις εξεταστικές ανάγκες, τότε εύκολα και ανεπαίσθητα μεταλλάσσεται η μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, καθώς επιβάλλεται κατά κύριο λόγο ο φορμαλισμός και η σχηματοποίηση, όχι μόνο στις πρακτικές αξιολόγησης, αλλά και στο ίδιο το διδακτικό έργο. Τότε η παραπαιδεία κερδίζει έδαφος ως «σώμα και ως πνεύμα» μέσα κι έξω από το σχολικό χώρο, εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο στη δική της λογική. Σε συνθήκες «εξεταστικού ολοκληρωτισμού», όπου η διδασκαλία αφανίζεται, υπάρχει ολοφάνερη ρήξη με το παιδαγωγικό ιδεώδες της προσοχής και υποστήριξης προς τον κάθε μαθητή χωριστά. O «αποτελεσματικός» εκπαιδευτικός, σύμφωνα με μια χυδαία αντίληψη του πελάτη - καταναλωτή, είναι αυτός που προσανατολίζει τη μαθησιακή διαδικασία και προετοιμάζει τους μαθητές μονοσήμαντα για τις εξετάσεις. Οι εξετάσεις γίνονται εργαλεία που μετατρέπουν τη διαδικασία της μόρφωσης σε εξάσκηση για το κυνήγι «χρήσιμων γνώσεων», που αποφέρουν βαθμούς. Έτσι οι γνώσεις αποκτούν ανταλλαξιμότητα, μετατρέπονται σε εμπόρευμα. Για τον «αποτελεσματικό» εκπαιδευτικό δεν έχει σημασία ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια ελεύθερων, υπεύθυνων και δημοκρατικών πολιτών, που να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργητική συμμετοχή και παρέμβασή τους σ' όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας. Σημασία έχει η παροχή «συνταγών επιτυχίας» για τη συγκομιδή βαθμών. Γενικότερα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος το εκπαιδευτικό σύστημα αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων, ικανοτήτων, αλλά και πεποιθήσεων, νοοτροπιών και συμπεριφορών που λειτουργούν για την αναπαραγωγή του. 8. Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ Κατηγορία 4η: Υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: αα) Τυπικές υπαλληλικές υποχρεώσεις. ββ) Συμμετοχή στη λειτουργία της σχολικής μονάδας και στην αυτο – αξιολόγησή της. γγ) Επικοινωνία και συνεργασία με γονείς και φορείς. «Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα των γραφειοκρατών η φάρα στήνει με ζήλο περισσό στο σβέρκο του λαού χορό…» Βολύ Μπίρμαν Η ευκαμψία της μέσης και το τρίπτυχο συμμόρφωση – υποταγή πειθάρχηση συνθέτουν τη συνταγή της επιτυχίας. Υπηρεσιακή συνέπεια σε ένα ιεραρχικά δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα μεταφράζεται σε υποταγή προς τους «ανώτερους» και βέβαια αποτρέπει την ανάληψη πρωτοβουλιών που είναι πέρα από τον ορίζοντα μιας κακώς εννοούμενης δημοσιοϋπαλληλίστικης νοοτροπίας και της κυρίαρχης νοοτροπίας. Μάλιστα χρειάζονται «προτάσεις και πρωτοβουλίες» και «δράσεις» προφανώς και εκτός ωραρίου για να είναι κανείς «πολύ καλός» και «εξαιρετικός». Προφανώς θέλουν τον εκπαιδευτικό «άβουλο και μοιραίο» δημόσιο υπάλληλο και όχι επιστήμονα με κριτική σκέψη. Αυτό φαίνεται από τη διαβάθμιση των κριτηρίων, όπου η υπηρεσιακή συνέπεια έχει συντελεστή 2 και η επιστημονική 0,5. Άρα η συμμόρφωση – πειθάρχηση του εκπαιδευτικού σε ένα αυστηρά ιεραρχικό και πανοπτικό σύστημα ελέγχου και χειραγώγησης είναι ο πυρήνας της αξιολόγησης και όχι η δήθεν «ανάπτυξη» και «εξέλιξή» του. Προφανέστατα δεν επαρκεί το σκύψιμο και η υποταγή. Χρειάζεται όλη η ζωή του εκπαιδευτικού να κινείται γύρω από το σχολείο του αυταρχισμού και της αμάθειας. Δεν υπάρχει ωράριο και ελεύθερος χρόνος. Πανταχού παρών ο εκπαιδευτικό μέχρι και σε «καθοδηγητή» των γονιών μετατρέπεται. Επιδιώκοντας να μετρήσουν και να βαθμολογήσουν μέχρι και την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους γονείς στοχεύουν να ελέγξουν τον τρόπο σκέψης, συμπεριφοράς, ακόμα και τον τρόπο που μιλά ο εκπαιδευτικός σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, κανόνες και αξίες. Η ιδεολογική χειραγώγηση και ο διοικητικός πειθαναγκασμός διαμορφώνουν όρους υποταγής και καταπίεσης στο σχολείο. 9 Γενικότερα η κυβέρνηση -εφαρμόζοντας το σχέδιο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, κεφαλαίου για την εκπαίδευση- κονιορτοποιεί δικαιώματα και κατακτήσεις, οδηγώντας τους εκπαιδευτικούς στον εργασιακό μεσαίωνα και τη δημόσια εκπαίδευση στην πλήρη κατεδάφιση. Θέλουν τον εκπαιδευτικό – λάστιχο, χωρίς δικαιώματα, περιπλανώμενο από σχολείο σε σχολείο και από τον ένα νομό στον άλλο, πάμφτωχο και άβουλο, σε ένα σχολείο που θα προετοιμάζει ένα ευέλικτο, αμόρφωτο και υπάκουο εργατικό προσωπικό. Με το νόμο 4093/2012, το περιβόητο Μνημόνιο διαμορφώνουν ένα εργασιακό τοπίο βαρβαρότητας που κρατά τους εκπαιδευτικούς όμηρους του διοικητικού μηχανισμού και της κυβέρνησης, χωρίς δικαιώματα και σκυφτούς μπροστά σε μια αυταρχική εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η άρση του αμετάθετου. Υποχρεωτικές μεταθέσεις, ανεξάρτητα από την οργανική θέση, με απόφαση υπουργού. Οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο εξής θα μετατίθενται «για το συμφέρον της εθνικής οικονομίας και την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και με δαπάνη του Δημοσίου από σχολείο σε σχολείο σε όλη την επικράτεια, ανεξαρτήτως βαθμίδας εκπαίδευσης και οργανικής θέσης, με απόφαση του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Επιπλέον οι εκπαιδευτικοί γίνονται πλέον βορά σε κάθε επίδοξο διώκτη τους, από τους εντός κι εκτός τροϊκανούς, ως και κάθε «αγανακτισμένο» ή παραπονούμενο γονέα ή τοπικό «άρχοντα», ανά πάσα στιγμή θα είναι προς «τύλιγμα σε μία κόλα χαρτί»! Εύκολα με βάση το σιδερένιο πειθαρχικό πλαίσιο βλέπουν το δρόμο προς την αργία, τη διαθεσιμότητα και την απόλυση, αν εμπλέκονται σε οιαδήποτε διοικητική ή ποινική δίωξη, ενώ καταργείται ακόμα και το τεκμήριο της αθωότητας. Ο εργασιακός μεσαίωνας επελαύνει, το καθεστώς εργασιακής τρομοκρατίας οικοδομείται. Οιοσδήποτε γραφειοκράτης, αξιολογητής μπορεί να τιμωρεί όποιον και όποια εκπαιδευτικό- υπάλληλο του αρέσει κατηγορώντας για «αναξιοπρεπή ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας». Ο Big Brother παραμονεύει και εκτός εργασίας ακόμα και για την εξωτερική εμφάνιση! Επιπλέον για τους αναπληρωτές … απαγορεύονται οι ασθένειες πλέον των 15 ημερών και οι εγκυμοσύνες επί ποινή απόλυσης! Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ Κατηγορία 5η: Επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: αα) Τυπικά προσόντα και επιστημονική ανάπτυξη. ββ) Επαγγελματική ανάπτυξη. Για τους τεχνοκράτες μετράει η πιστοποιημένη και όχι η ουσιαστική γνώση και μόρφωση. Τα πάντα πιστοποιημένα και με τη βούλα του κράτους. Από τα πτυχία μέχρι τα σεμινάρια. Το πτυχίο υποβαθμίζεται, μετά βίας αρκεί για να χαρακτηριστεί ο εκπαιδευτικός «επαρκής». To μεταπτυχιακό ή διδακτορικό κάνει τον «εξαιρετικό» εκπαιδευτικό, σύμφωνα με τους γραφειοκράτες. Αλήθεια πιστεύει κανείς ότι είναι σοβαρός και μετρήσιμος δείκτης το μεταπτυχιακό ή το διδακτορικό ειδικότερα σε μια χώρα με πληθωρισμό άκρως εξειδικευμένων, αλλά και πλαστών τίτλων; Την πλαστότητα ή τη γνησιότητα των τίτλων θα τους κρίνουν άραγε τα ίδια τα στελέχη της εκπαίδευσης που χρησιμοποιούν ακόμα και πλαστούς τίτλους; Ο τεχνοκράτης, υπάκουος και ευλύγιστος εκπαιδευτικός που τρέχει για κατακερματισμένες γνώσεις πιστοποιημένες από κάθε κρατικό φορέα είναι το πρότυπό τους και όχι ο μάχιμος εκπαιδευτικός με γενική και ανθρωπιστική παιδεία. Και όμως, διαχρονική αξία έχει η ρήση του Δ. Γληνού «η μόρφωση δεν είναι ζήτημα γνώσης, είναι ζήτημα ζωής…». Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να μπαίνει στα κουτάκια των μανδαρίνων του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Παράλληλα επιδιώκεται η κατάταξη και κατηγοριοποίηση του κλάδου καλλιεργώντας αυταπάτες σε όσους εκπαιδευτικούς έχουν επιπλέον προσόντα για επαγγελματική ανέλιξη. Έτσι διευκολύνεται η διαμόρφωση μιας «κουλτούρας αξιολόγησης» και ενός «αξιολογικού σώματος» μέσα στον κλάδο που με πενιχρές αμοιβές που θα υλοποιεί το έργο της αξιολόγησης – κατηγοριοποίησης των εκπαιδευτικών. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1.Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση, Ποιος, ποιον και γιατί, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2002 2. Κώστας Θεριανός – Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας – Θανάσης Τσιριγώτης, Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση, Εκδόσεις ΑΑ Λιβάνη, Αθήνα 2007 3. Κώστας Θεριανός – Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Το «εγχειρίδιο» του καλού εκπαιδευτικού, Παρατηρήσεις για τη στάση του εκπαιδευτικού στην τάξη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007 4. Χρήστος Κάτσικας, Λευκές κόλλες σε μαύρο μέλλον, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013. 5. Γιώργος Μαυρογιώργος, Εκπαιδευτικοί και Αξιολόγηση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα 1992 6. ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Το προεδρικό Διάταγμα να μείνει στα χαρτιά!, Προκήρυξη, Ιανουάριος 2013 7. Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Κρίση του Σχολείου και Εκπαιδευτική Πολιτική, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1998. 8. Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Η Ανισότητα στην Ελληνική Εκπαίδευση, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2000. 9. Αγωνιστικές ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ – ΚΙΝΗΣΕΙΣ Δ.Ε, Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση, Ποιος, Ποιον, Τι, Πώς και Γιατί, Σεπτέμβρης 2012.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ – ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ


Του Γιώργου Κ. Καββαδία* 1. Η αξιολόγηση δεν είναι μια «αθώα» και «ουδέτερη» διαδικασία. Από τη συζήτηση για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση εξοβελίζεται το ερώτημα «ποιος έχει την εξουσία» στην κοινωνία και την εκπαίδευση ποιος καθορίζει τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, ποιος οργανώνει τις εξετάσεις, γενικότερα το σχολείο και ειδικότερα τους όρους και τις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή ποιος, ποιον, τι, πώς και γιατί αξιολογεί; Ποια είναι η συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά; Απουσιάζουν, επίσης, δύο βασικά στοιχεία προβληματισμού: ότι το σχολείο δε λειτουργεί για το «κοινό καλό», αλλά στον καπιταλισμό έχει μια έντονη επιλεκτική λειτουργία, άρα εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν «να πάνε όλοι καλά στο σχολείο» και ότι η σχολική γνώση δεν είναι «ουδέτερη», καθώς εγγράφει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές των πολιτικά κυριάρχων ομάδων και τάξεων. Σε ένα ιεραρχικό – ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν υπάρχει «κακή» ή «καλή» αξιολόγηση, αξιολόγηση που «βοηθάει» και αξιολόγηση που «δε βοηθάει». Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική – συμμορφωτική και να συμπυκνώνει την ανισότητα και την αυταρχική επιβολή των κυρίαρχων τάξεων επιδιώκοντας να διασφαλίσει την ταξική λειτουργία της εκπαίδευσης. Συνιστά κεντρικό μηχανισμό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και είναι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα διακυβεύματα στην εκπαίδευση. 2. Πανοπτικό, ιεραρχικό, αυταρχικό μοντέλο Η πρόσφατη δημοσιοποίηση του Π.Δ. για την «Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» επιβεβαιώνει βασικές μας εκτιμήσεις ότι πίσω από χίλιες δυο «αθώες» έννοιες κρύβεται ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών. Με το συγκεκριμένο Π.Δ. θεσμοθετείται ένα αυστηρά ιεραρχικό και συγκεντρωτικό οργουελιανό μοντέλο τύπου “big brother”, όπου «όλοι και όλα αξιολογούνται» και στο τέλος πληρώνουν τον ...λογαριασμό οι εκπαιδευτικοί. Ένα μοντέλο νεο – επιθεωρητισμού πολύ πιο αυταρχικό και πολυπλόκαμο από το παλιό του επιθεωρητισμού που τροφοδοτεί αυταπάτες περί συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης της αξιολόγησης. Η υποκρισία περισσεύει όταν αναφέρουν ότι «Σκοπός της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού τους έργου, προς όφελος των μαθητών και της κοινωνίας.» Και ότι στοχεύει «στην παροχή κινήτρων για τη διαρκή επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξη των στελεχών και των εκπαιδευτικών, στο πλαίσιο και της δια βίου μάθησης.» Ποια «επιστημονική και επαγγελματικά ανάπτυξη και εξέλιξη» εννοούν , όταν κατηγοριοποιούν τους εκπαιδευτικούς με βάση την τετράβαθμη κλίμακα «ελλιπής», «επαρκής», «πολύ καλός» ή «εξαιρετικός» και ακόμα χειρότερα και από την εποχή του επιθεωρητισμού, με την αντίστοιχη βαθμολογία από το 0 μέχρι το 100! Πολύ περισσότερο που υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για σύνδεση μισθού – βαθμού, «σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του ν. 4024/2011», όπως παραπέμπει και το συγκεκριμένο Π.Δ., αλλά και για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι το συγκεκριμένο Π.Δ. είναι μόνο η αρχή ή καλύτερα ένα από τα κομμάτια του παζλ ενός αυταρχικού θεσμικού πλαισίου αξιολόγησης – χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης εκπαιδευτικών, μαθητών και σχολείων, γιατί, σύμφωνα με την … απειλή του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Κ. Αρβανιτόπουλου, «όσα περιλαμβάνονται στο εν λόγω κείμενο αποτελούν μέρος της ευρύτερης στρατηγικής που αφορά το σύνολο των εκπαιδευτικών διαδικασιών». 1. Με βάση το Π.Δ. δομείται ένα πανοπτικό, αυστηρά ιεραρχικό, συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και κομματικό σύστημα αξιολόγησης. Οι κομματικά ημέτεροι ή ελεγχόμενοι με βάση την τρικομματική συνταγή … αξιοκρατίας 7 Ν.Δ. – 4 ΠΑ.ΣΟ.Κ – 2 ΔΗΜ.ΑΡ περιφερειακοί διευθυντές και οι συντονιστές εκπαίδευσης εξωτερικού αξιολογούνται από τον γενικό γραμματέα της Κεντρικής Υπηρεσίας (Κ.Υ.) του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α.. Οι περιφερειακοί διευθυντές αξιολογούν τους … πάντα με αντικειμενικά και …αξιοκρατικά κριτήρια επιλεγμένους διευθυντές εκπαίδευσης, προϊσταμένους των τμημάτων επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης και άλλων στελεχών. Οι προϊστάμενοι επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης αξιολογούν τους σχολικούς συμβούλους, τους υπευθύνους Σ.Ε.Π. στα ΚΕ.ΣΥΠ. και άλλα στελέχη. Οι διευθυντές εκπαίδευσης και οι σχολικοί σύμβουλοι τους διευθυντές σχολείων. Οι διευθυντές σχολείων και οι σχολικοί σύμβουλοι τους υποδιευθυντές και τους εκπαιδευτικούς. 3. Διπλή αξιολόγηση με γενικά και αόριστα κριτήρια με βαθμολογία και «μη προακτέους» Η αξιολόγηση είναι διπλή: διοικητική που αφορά το «τυπικό υπηρεσιακό έργο» και εκπαιδευτική που αφορά το διδακτικό και γενικότερα το επιστημονικό και παιδαγωγικό έργο. Η διοικητική αξιολόγηση είναι ετήσια και διενεργείται μεταξύ 1ης Απριλίου και 31ης Μαϊου κάθε έτους. Η έναρξή της, αν το εκπαιδευτικό και ευρύτερα το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε χειμερία νάρκη, τοποθετείται από 1η Νοεμβρίου έως και την 15η Δεκεμβρίου 2013. Η εκπαιδευτική αξιολόγηση διενεργείται μία, τουλάχιστον, φορά ανά τριετία εντός συνεχούς χρονικού διαστήματος που δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες (διμηνιαία αξιολογική περίοδος) (άρθρο18, παρ.9). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση περιλαμβάνει την παρακολούθηση δύο (2), τουλάχιστον διδασκαλιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κυβερνώντες εγκαταλείπουν τις «φιοριτούρες» περί «αυτο-αξιολόγησης, η οποία γίνεται από συλλογικά όργανα και αφορά στο εκπαιδευτικό έργο των δομών, του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως προέβλεπε η πρόταση της Ομάδας Εργασίας. Αφήνουν μόνο για το θεαθήναι τη δυνατότητα, ώστε ο αξιολογούμενος να «συμπληρώνει και υποβάλλει έκθεση αυτοαξιολόγησής του το αργότερο εντός πέντε (5) ημερών πριν από την έναρξη της αξιολογικής περιόδου,» (άρθρο 18, παρ.1) που είναι άνευ ουσιαστικής και τυπικής σημασίας, όπως και ότι «Κάθε αξιολογούμενος εκπαιδευτικός έχει το δικαίωμα να αξιολογεί τον προϊστάμενο αξιολογητή του.» (άρθρο 25). Στο πλαίσιο ενός αυταρχικού και ιεραρχικού μηχανισμού αυτές οι ρυθμίσεις είτε δε θα λειτουργήσουν είτε θα οδηγήσουν στην αυτο - ενοχοποίηση του εκπαιδευτικού είτε στο σκύψιμο της μέσης και της θετικής αξιολόγησης των αξιολογητών του. Οι πελατειακές σχέσεις, το ρουσφέτι και η υποταγή εκσυγχρονίζονται με μια μικρή δόση αμοιβαιότητας για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο χειραγώγησης, συμμόρφωσης και πειθάρχησης. Οι πέντε κατηγορίες περιλαμβάνουν μια σειρά από κριτήρια και αντιστοιχίζονται με βάση την τετράβαθμη βαθμολογική κλίμακα και την κλίμακα 0 -100 ως εξής (άρθρο5): α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί, β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί και δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί. Οι εκπαιδευτικοί που σύμφωνα με το άρθρο 19, παρ. 5 «χαρακτηρίζονται ελλιπείς εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011» για το ενιαίο μισθολόγιο που προβλέπει: «Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται σε πίνακα μη προακτέων στερούνται του δικαιώματος για προαγωγή για τα επόμενα δυο (2) έτη» 4. Μηχανισμός ανατροπής εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Κατάργηση Οργανικής θέσης. Άρση μονιμότητας. Απολύσεις. Πέρα από την άσκηση ενός τεχνογραφειοκρατικού ελέγχου πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα, η αξιολόγηση αντιστοιχεί με το νέο μοντέλο εργασιακών σχέσεων, το μοντέλο της ευέλικτης και ανασφαλούς εργασίας, που είναι απόρροια της αποδόμησης του «κράτους - πρόνοιας» και την επιστροφή σε μεσαιωνικού τύπου ρυθμίσεις για τα εισόδημα, τη σύνταξη, τις εργασιακές σχέσεις, την πλήρη καταστροφή όλων των εργατολαϊκών κατακτήσεων του εικοστού αιώνα, πράγμα που επιχειρείται τώρα στη χώρα μας με τα αλλεπάλληλα Μνημόνια και την πολιτική κυβέρνησης – Ε.Ε - ΔΝΤ. Με τον πρόσφατο νόμο(4024/11) για το μισθολόγιο – βαθμολόγιο στο Δημόσιο Τομέα, επιδιώκεται, με βάση τους σχεδιασμούς του πολιτικού προσωπικού και της Tρόικας, η εξαθλίωση των εργαζομένων του Δημοσίου. Βάζει ως βασικότερη παράμετρο της μισθολογικής και βαθμολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων την αξιολόγηση. Καθιερώνεται ποσόστωση από τον ένα βαθμό στον άλλο. Για παράδειγμα μόνο το 50% του συνόλου των εκπαιδευτικών θα προάγεται στον Β΄ βαθμό και μόλις το 15% στον Α΄ βαθμό! Επίσης στο άρθρο 7, παρ. 7 του ν. 4024/11 όχι μόνο προβλέπονται συγκεκριμένα ποσοστά αυτών που θα προάγονται, αλλά αυτά κάθε 2 χρόνια μπορεί να μειώνονται αυτά με υπουργική απόφαση «ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες». Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι με τους μνημονιακούς νόμους έχει παγώσει μέχρι το 2014 κάθε βαθμολογική εξέλιξη. Είναι προφανές λοιπόν ότι η αξιολόγηση γίνεται με καθαρά δημοσιονομικά κριτήρια και στόχο έχει τη μισθολογική καθήλωση όσο το δυνατόν περισσότερων εκπαιδευτικών. Εξωφρενική είναι επίσης και η παρ. 6 του αρθ. 8 του ν.4024/11 που προβλέπει ότι ο εκπαιδευτικούς που κρίνεται αρνητικά «τιμωρείται» και δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει την προαγωγή του τα επόμενα δύο χρόνια. Επίσης, ο εκπαιδευτικός «ο οποίος εγγράφεται σε δύο διαδοχικούς πίνακες μη προακτέων στον ίδιο βαθμό, παραπέμπεται ….. στο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο ….. μπορεί να τον απολύσει ή να τον υποβιβάσει κατά έναν βαθμό» άρθ. 95 του ν. 3528/2007 (Δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας). Οι αποδοχές των εκπαιδευτικών ήταν πριν τις περικοπές οι μισές (50%) των ευρωπαίων συναδέλφων τους. Και οι περικοπές έχουν μειώσει τους μισθούς τους πάνω και από το 40%! Χιλιάδες νέοι εκπαιδευτικοί αμείβονται από 300 έως 650 ευρώ! Η συρρίκνωση των πενιχρών αποδοχών των εκπαιδευτικών κάτω από τα όρια της φτώχειας είναι μια θλιβερή πραγματικότητα που υπονομεύει και τον παιδαγωγικό τους ρόλο. Από μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ προκύπτει ότι η μείωση του καθαρού εισοδήματος των εκπαιδευτικών από το 2009 μέχρι και το 2012 κυμαίνεται από 4.740 περίπου ευρώ για έγγαμους και με 33 χρόνια υπηρεσίας μέχρι 6.585 για τους νεοδιόριστους. Ποσοστιαία η μείωση αυτή κυμαίνεται από 21% περίπου έως 45%. Και βέβαια δεν υπολογίζεται η νέα αφαίμαξη μισθών από την πρώτη κιόλας μέρα του 2013 με βάση το φορο – ληστρικό σύστημα που ψηφίστηκε πρόσφατα. Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι ο ανώτερος μικτός ετήσιος μισθός εκπαιδευτικού σε λύκειο στις χώρες της ευρωζώνης ανέρχεται κατά μέσο όρο 48.690 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα που κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις του σχετικού πίνακα πάνω μόνο από Μάλτα, Εσθονία και Σλοβακία, μόλις25.756 ευρώ. Όσον αφορά τον κατώτερο μισθό η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, πάνω μόνο από την Εσθονία με 14.104 ευρώ, έναντι 28.939 που είναι ο μέσος όρος.2. Ας αποτινάξουμε τις αυταπάτες. Σε καθεστώς μνημονίων, η αξιολόγηση λειτουργεί ως διαδικασία νομιμοποίησης απολύσεων, εφεδρείας και βαθμολογικής-μισθολογικής στασιμότητας των εκπαιδευτικών. Είναι, δηλαδή ο κεντρικός μηχανισμός για την υπονόμευση της μονιμότητας, την τρομοκράτηση και τις μαζικές απολύσεις. 5. Η αξιολόγηση δεν οδηγεί στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Μηχανισμός αποδόμησης του δημόσιου σχολείου Διατυμπανίζουν ότι σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Για την κυρίαρχη τάξη «ποιότητα στην εκπαίδευση σημαίνει εύρυθμη λειτουργία του σχολείου της αγοράς που μεταδίδει μονομερείς ιδεολογικά γνώσεις από το «κρυφό σχολείο» μέχρι τον ... «συνωστισμό της Σμύρνης». Την ώρα που οι προσλήψεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μόλις 225! και οι δαπάνες για την παιδεία κάθε χρόνο περικόπτονται πέφτοντας κάτω και από το 2,5% του ΑΕΠ είναι πρόκληση οι «σοφοί» του κράτους να μιλούν για «ποιότητα στην εκπαίδευση» Η αξιολόγηση όχι μόνο δεν έρχεται να συμβάλλει στη στήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας , όπως διατείνονται οι κρατικοί μύθοι, αλλά την υπονομεύει ανοιχτά. Αποτελεί βασικό εργαλείο για τη συρρίκνωση του σχολικού δικτύου, την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε «καλά» και «κακά», την ταξική διαφοροποίηση του μαθητικού πληθυσμού και την ένταση της ιδεολογικής και επιλεκτικής λειτουργίας της εκπαίδευσης.3. 6. Ας τους …απορρίψουμε! Οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). Καμιά συμμετοχή σε διαβουλεύσεις και άλλες διαδικασίες που εξωραΐζουν το αυταρχικό πρόσωπο μιας αδίστακτης εξουσίας που δια πυρός και σιδήρου υλοποιεί μια πολιτική εξαθλίωσης του λαού και κονιορτοποίησης δικαιωμάτων και κατακτήσεων ολόκληρου αιώνα. Παραφράζοντας τον Δ. Γληνό θα χαρακτηρίζαμε την αξιολόγηση ως τον «άταφο νεκρό» της εκπαίδευσης. Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να πιστεύουν στη νεκρανάσταση για να οικοδομήσουν το φθηνό, ευέλικτο, πειθαρχημένο σχολείο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείου, εμείς έχουμε κάθε λόγο να την θάψουμε όσο πιο βαθιά γίνεται. Ασφαλώς και η αμφισβήτηση – άρνηση της αξιολόγησης δεν επαρκεί. Η κριτική χρειάζεται να γίνει εφ΄ όλης της ύλης. Από τα προγράμματα και το περιεχόμενο σπουδών, την οργάνωση του σχολείου, την ταξική εκπαιδευτική πολιτική μέχρι τη γενικότερη πολιτική αποδόμησης του «κράτους – πρόνοιας» και των λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Τώρα, οφείλουμε απέναντι στο «νέο» σχολείο των δεξιοτήτων, της κατακερματισμένης γνώσης, της αγοράς, της εγκατάλειψης και της υποταγής, να προβάλλουμε το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α., κείμενο προς ΟΛΜΕ, 18 – 1- 2013 2. Νέο Βαθμολόγιο – Μισθολόγιο – Αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών Μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ, Αθήνα, Ιούνιος 2012. 3. Αγωνιστικές ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ – ΚΙΝΗΣΕΙΣ Δ.Ε, Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση, Ποιος, Ποιον, Τι, Πώς και Γιατί, Σεπτέμβρης 2012.