Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ


Του Γιώργου Κ. Καββαδία* Τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών: α) Κατηγορία Ι Εκπαιδευτικό περιβάλλον β) κατηγορία ΙΙ Σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας γ) Κατηγορία ΙΙΙ Διεξαγωγή της διδασκαλίας και αξιολόγηση των μαθητών δ) Κατηγορία IV Υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια ε) Κατηγορία V Επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού, όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές, από το κλίμα στην τάξη μέχρι τη χρήση νέων τεχνολογιών ή την προετοιμασία για τη διδασκαλία. Όμως αυτή η μέτρηση των ανθρώπινων διανοητικών λειτουργιών γίνεται με βάση τις αρχές και τους στόχους του σχολείου της αγοράς. Είναι προϊόν μιας τεχνοκρατικής και ακραίας οικονομίστικης αντίληψης για την εκπαίδευση. Οι επιδόσεις των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χρησιμοποιούνται ως μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, ως δείκτες προαγωγιμότητας και ανταγωνιστικότητας. Η υποταγή του σχολείου στους νόμους της «ελεύθερης αγοράς» διαμορφώνει βαθμιαία ένα νέο τύπο σχολείου: το σχολείο της αγοράς, στο οποίο εφαρμόζονται μοντέλα αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» (ISO 9000), σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Με άλλα λόγια η αγορά διεισδύει παντού: «γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση», «ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες», κι αφού το σχολείο «παράγει» ικανότητες, μπορεί κι αυτό να αλωθεί από τους νόμους της αγοράς. Μια τέτοια θεώρηση απορρέει από τη γενικότερη αντίληψη περί εμπορευματοποίησης των πάντων στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου όλα εμπορευματοποιούνται και κάθε εμπόρευμα έχει και την τιμή του. 1. Η αξιολόγηση ως αυταρχική διαδικασία, αλλάζει δραματικά το κλίμα στη σχολική τάξη και το σχολείο εντείνει τον ανταγωνισμό, εθίζει στη δουλοπρέπεια με αποτέλεσμα η ελεύθερη σκέψη και η όποια παιδαγωγική αυτονομία να αντικαθίστανται από την πλήρη υποταγή και τον ασφυκτικό έλεγχο. Επιπλέον προκαλεί ανταγωνισμούς και συγκρούσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, κατατάσσοντάς τους σε κατηγορίες : «ελλιπείς», «επαρκείς», «πολύ καλοί», «εξαιρετικοί». Οδηγεί σε θεατρινισμούς με τις επισκέψεις των Σχολικών Συμβούλων στις τάξεις για τη σύνταξη των ατομικών αξιολογικών εκθέσεων και στην αυλοκολακεία για θετικές εκθέσεις από τους διευθυντές. Θέτει τα θεμέλια μιας ιστορικής διάσπασης του εκπαιδευτικού σώματος με την κατηγοριοποίηση σε «στελέχη – αξιολογητές» και «εκπαιδευτικούς – αξιολογούμενους». Ταυτόχρονα, η διαπλοκή του κομματικού – κυβερνητικού μηχανισμού με την αξιολογική ιεραρχία, απειλεί να εγκαθιδρύσει μια ιδιόμορφη «δικτατορία των αξιολογητών» στα εκπαιδευτικά συνδικάτα, οδηγεί στο οξύμωρο σχήμα οι αξιολογούμενοι εκπαιδευτικοί να εκπροσωπούνται (έκοντες – άκοντες) στα συνδικαλιστικά όργανα από τους αξιολογητές τους ! Προβάλλει τον εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες ουσιαστικά δεν αποτελούν αντικείμενο της αξιολόγησης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.2. Η πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί την αξιολόγηση για να χειραγωγήσει ιδεολογικά τους εκπαιδευτικούς, ελέγχοντας τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς – και κατ’ επέκταση των μαθητών – σύμφωνα με τις κυρίαρχες αξίες και πρότυπα. Μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς σε «άβουλους και μοιραίους», «yes men», υπαλλήλους που πάσχοντας από μόνιμη οσφυοκαμψία ευθυγραμμίζονται με την εκπαιδευτική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης και την επίσημη κρατική διδακτική. Εξάλλου η σχολική γνώση έχει έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα και ορίζεται από δύο βασικές παραμέτρους: τι είδους εργαζόμενο και πολίτη θέλει να διαμορφώσει το σχολείο και ποια πολιτική ιδεολογία θέλει να εμφυσήσει. 3. Το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες φιλτράρεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιέχει μόνο γνώσεις που αξιώνουν και αναπαράγουν το καπιταλιστικό σύστημα. Επομένως ο εκπαιδευτικός, πρέπει να αναπαράγει γνώσεις που εμφανώς σε πολλά σημεία είναι αντιανθρώπινες. Πέρα από τους μύθους της εξουσίας, η αλήθεια είναι ότι η επιστημονική συγκρότηση, η παιδαγωγική κατάρτιση και η διδακτική ικανότητα δεν είναι ποσοτικά μεγέθη που μπορούν να μετρηθούν. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν μέθοδοι ή κριτήρια «αντικειμενικά» και «αξιοκρατικά». H εκπαιδευτική διαδικασία και ο εκπαιδευτικός δεν μπορούν να διασπαστούν σε επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία και να μετρηθούν μέσα από 2 - 3 επισκέψεις του Σχολικού Συμβούλου στην τάξη ή από τη συμμετοχή σε σεμινάρια κ.λπ. H εκπαιδευτική διαδικασία έχει χαρακτήρα δυναμικό και όχι στατικό, επηρεάζεται από πλείστους όσους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες και άρα δεν μπορεί να διασπαστεί και να μετρηθεί. Ειδικότερα η τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, όπως έδειξαν οι πρόσφατες επιλογές περιφερειακών διευθυντών με βάση την αναλογία 4 ΝΔ – 2 ΠΑΣΟΚ – 1 ΔΗΜΑΡ στοχεύει στη συγκρότηση ενός αυταρχικού και ιεραρχικού διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης πλήρως ελεγχόμενου από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης που δεν υλοποιεί απλά και μόνο την κυβερνητική πολιτική, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης, αυταρχικού ελέγχου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών στη βάση των πελατειακών σχέσεων και του ρουσφετιού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι απερχόμενοι Περιφερειακοί Διευθυντές αξιοποιούνται στο ρόλο του Σχολικού Συμβούλου αποκαλύπτοντας έτσι την πολιτική διάστασή του. Σε αυτή την κατεύθυνση δρομολογούνται και οι επιλογές των Διευθυντών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, αλλά και των Διευθυντών Σχολείων με λιγότερο αυστηρά κομματικά κριτήρια, λόγω πλήθους και χαμηλότερης θέσης στην πυραμίδα που διοικητικού μηχανισμού. Το κράτος της μίζας, της ρεμούλας, του ρουσφετιού και της συναλλαγής κτίζεται πάνω στα ερείπια του «κράτους – πρόνοιας». Παράλληλα διαμορφώνεται ένα απολυταρχικό κράτος με την κυριαρχία των κατασταλτικών μηχανισμών και τις βασικές ελευθερίες εν αναστολή. Ακόμα και η συνδικαλιστική δράση ή η διαμαρτυρία ποινικοποιούνται. Τα νέα πειθαρχικά μέτρα στο πλαίσιο του Μνημονίου 3 αποδεικνύουν ότι η αργία και η απόλυση δεν είναι απλά μια απειλή, αλλά η δαμόκλειος σπάθη που επικρέμεται πάνω από το κεφάλι κάθε εργαζόμενου στο Δημόσιο, κάθε εκπαιδευτικού. Γενικότερα αυτή η φλύαρη παράθεση ατελείωτων κριτηρίων έχει διπλό σκοπό: από τη μια να δημιουργήσει την αίσθηση της επιστημονικής και ενδελεχούς καταγραφής κριτηρίων και από την άλλη να τρομοκρατήσει και να αυτό – ενοχοποιήσει τον εκπαιδευτικό ότι δήθεν … αγνοεί τα στοιχειώδη. ΟΙ ΘΥΤΕΣ ΕΝΟΧΟΠΟΙΟΥΝ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ Ή ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ας διερευνήσουμε, λοιπόν, αναλυτικά τα κριτήρια αξιολόγησης ανά κατηγορία: Κατηγορία 1η: Εκπαιδευτικό περιβάλλον. Περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: α) Διαπροσωπικές σχέσεις και προσδοκίες. β) Παιδαγωγικό κλίμα στη σχολική τάξη. γ) Οργάνωση της σχολικής τάξης. Έξω και πέρα από κάθε επιστημονική δεοντολογία, ακόμα και της αστικής παιδαγωγικής, κατά τους συντάκτες του Π.Δ., το εκπαιδευτικό περιβάλλον διαμορφώνεται αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό. Η «απουσία σχέσεων» ή «σχέσεις αδιάφορες», η μικρή συμμετοχή των μαθητών, η έλλειψη προσδοκιών, η επιβολή κυρώσεων χρεώνονται στον εκπαιδευτικό. Εν κενώ νομοθετούν ως διεστραμμένοι και ανεγκέφαλοι οι γραφειοκράτες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α., αφού απομονώνουν το εκπαιδευτικό περιβάλλον από το στενό οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό, αλλά και εκπαιδευτικό περιβάλλον που διαμορφώνουν εκπαιδευτικούς και μαθητές που καθορίζουν την προσωπικότητά τους και κατ’ επέκταση και τις διαπροσωπικές σχέσεις και προσδοκίες. Εξαφανίζουν τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες, «αγνοούν» την ιεραρχική και αυταρχική οργάνωση, το ανταγωνιστικό, χρησιμοθηρικό χαρακτήρα και τον επιλεκτικό ρόλο του σχολείου που καθορίζουν τις ανταγωνιστικές σχέσεις, σχέσεις εξουσίας στο σχολείο και την απουσία αυθεντικών διαπροσωπικών σχέσεων και σχέσεων ουσιαστικής συνεργασίας και αλληλεγγύης. Όταν το σχολείο διαπαιδαγωγεί τους μαθητές με τα πρότυπα της ατομικής επιτυχίας και της βαθμοθηρίας, όπως δείχνει ακόμα και η οργάνωση της σχολικής αίθουσας, όταν το σχολείο λειτουργεί επιλεκτικά και μέσα από τις εξετάσεις και τους αξιολογικούς μηχανισμούς των μαθητών απορρίπτει και κατηγοριοποιεί τους μαθητές, τότε πώς ο «πολύ καλός» εκπαιδευτικός μπορεί να « δημιουργεί, με λόγια και πράξεις, συνθήκες αποδοχής, στήριξης και ενθάρρυνσης για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές»; Οι γραφειοκράτες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. δείχνουν περισσή …ευαισθησία «για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, ιδίως για τους προερχόμενους από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες». Ποιοι; Αυτοί που διαμορφώνουν και στηρίζουν το σχολείο της ανισότητας και των ταξικών φραγμών, το σχολείο των λίγων και εκλεκτών, αυτοί που στηρίζουν την κοινωνία της ανισότητας, της αδικίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο …αναθέτουν στον «πολύ καλό εκπαιδευτικό να εξαφανίσει ως μάγος τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες! Ακόμα περισσότερο ο «εξαιρετικός» εκπαιδευτικός «εμπεδώνει δημοκρατικό τρόπο επικοινωνίας και επίλυσης θεμάτων». Από την άλλη κατηγορούν και χαρακτηρίζουν «ελλιπή» τον εκπαιδευτικό που «χρησιμοποιεί ως βασικό μέσο επίτευξης της σχολικής πειθαρχίας την επιβολή κυρώσεων». Τότε γιατί οι ιθύνοντες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. θέλουν ένα σχολείο με θεσμοθετημένους μηχανισμούς αυταρχικού ελέγχου για την πειθάρχηση των μαθητών με κυρώσεις και τιμωρίες. Αυτοί που εξοπλίζουν με αυταρχικά μέσα και τιμωρίες το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς παρουσιάζονται ως δημοκράτες και κατήγοροι των εκπαιδευτικών που χρησιμοποιούν κυρώσεις και ποινές! Πέρα από τις αντιφάσεις και την υποκρισία είναι φανερό ότι θέλουν να διαμορφώσουν ένα σχολείο αυστηρής πειθάρχησης δείχνοντας στην κοινωνία ότι ο μεγάλος ένοχος για «τα στραβά και τα ανάποδα» , για τις δυσαρμονικές διαπροσωπικές σχέσεις στο σχολείο, είναι ο εκπαιδευτικός. Οι γραφειοκράτες, λοιπόν, του ΣΔΟΕ, συγνώμη του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. βρήκαν τον ένοχο για το «ψυχρό κλίμα» στην τάξη και την «αδιαφορία» των μαθητών στο πρόσωπο του «ελλιπή» εκπαιδευτικού. Αντίθετα ο «πολύ καλός» και «εξαιρετικός» εκπαιδευτικός με το μαγικό ραβδί εξαφανίζει τις αντίξοες κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες και συντελεί στην «ύπαρξη και ενίσχυση κλίματος συλλογικότητας και πρωτοβουλίας» και «διευκόλυνσης της μετάβασης μαθητών από σχολική βαθμίδα σε βαθμίδα». Αν θέλουμε να είμαστε τόσο επιστημονικά ακριβείς όσο και δίκαιοι, οφείλουμε να «αναγνώσουμε» τη σχολική πραγματικότητα από όλες τις πλευρές. Ο εκπαιδευτικός καλείται όχι μόνο να μεταδώσει γνώσεις, αλλά και να απορρίψει, να κατηγοριοποιήσει, να κατατάξει το μαθητικό δυναμικό. Χωρίς να είναι ο αποκλειστικός ένοχος για τους ταξικούς φραγμούς (κοινωνικοί όροι, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ.), εντούτοις αποτελεί το ενδιάμεσο αναγκαίο μεσολαβητικό στάδιο για την κοινωνική αναπαραγωγή των ανισοτήτων στο χώρο του σχολείου. Ο κατανεμητικός και ιδεολογικός μηχανισμός της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί τον εκπαιδευτικό στο σημείο-κλειδί της λειτουργίας του στην αξιολόγηση. Ο … BIG BROTHER ΕΠΙΤΗΡΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Κατηγορία 2η: «Σχεδιασμός, προγραμματισμός και προετοιμασία της διδασκαλίας» Περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: αα) Βαθμός πρόσληψης των δυνατοτήτων και αναγκών των μαθητών. ββ) Στόχοι και περιεχόμενο. γγ) Διδακτικές ενέργειες και εκπαιδευτικά μέσα. Στο ανταγωνιστικό και επιλεκτικό σχολείο των λίγων και εκλεκτών που η καρδιά και ο νους του είναι οι εξετάσεις απαιτούν από τον εκπαιδευτικό που δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί δασκαλοκεντρικούς και αυταρχικούς τρόπους διδασκαλίας, όπως η μετωπική, να λαμβάνει υπόψη του «την κοινωνικο – πολιτισμική σύνθεση και τις διαφοροποιημένες μαθησιακές ανάγκες και δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών της τάξης του», ακόμα και τις «εξωσχολικές εμπειρίες». Βέβαια όλα αυτά και τις «ικανότητες» και «αδυναμίες» του ίδιου του εκπαιδευτικού θα τις διαγνώσουν μέσα από τις εκθέσεις τους οι … παντοδύναμοι θεοί της αξιολόγησης, οι σχολικοί σύμβουλοι. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά! Πώς και με ποια κριτήρια, και κυρίως μέσα από δύο επισκέψεις στην τάξη διαπιστώνεται ότι η προετοιμασία είναι «ελλιπής» ή «εσφαλμένη»; Πώς γίνεται αντιληπτός ο «μακρο –προγραμματισμός» και «μικρο – προγραμματισμός» και η «μεταγνωστική ανάπτυξη» και η μετα – τέτοια …, μόνο οι … φωστήρες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. μπορούν να «κατανοήσουν». Είναι σαφές, ότι δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες παιδαγωγικής και συμπεριφορών. Χιλιάδες προσπάθειες των αστικών ιδεολογιών και των παιδαγωγικών ερευνητικών σχολών τους, οδηγήθηκαν πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα. «Δεν υπάρχουν παιδαγωγικοί κανόνες και συμπεριφορές που να προάγουν από μόνες τους και αποδεδειγμένα το μορφωτικό αγαθό». Γιατί η παιδαγωγική σχέση μαθητή – καθηγητή, εκπαιδευτικού – εκπαιδευόμενου, εσωκλείει τους βαθύτερους προσδιορισμούς και ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ειδικότερα οι γραφειοκράτες της εξουσίας «αγνοούν» ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και απαξίωσης της παιδείας, με μαθητές που υποσιτίζονται και λιποθυμούν σε σχολεία που δεν μπορούν να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ο μαθητικός πληθυσμούς που παραιτείται και αδυνατεί να παρακολουθήσει ουσιαστικά την εκπαιδευτική διαδικασία. Από πρόσφατη έρευνα του Χρήστου Κάτσικα προκύπτει ότι το 87% των εκπαιδευτικών εκτιμούν ότι αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών που δεν καταβάλουν καμιά προσπάθεια σε σχέση με πριν λίγα χρόνια. Επίσης το 76% υποστηρίζει ότι μειώνεται η ομάδα των μαθητών με υψηλές επιδόσεις και το 95% ότι είναι μειωμένες οι προσδοκίες των μαθητών για εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προοπτικές.4. Χωρίς αμφιβολία η κυβερνητική πολιτική οξύνοντας τα κοινωνικά προβλήματα προκαλεί εκρηκτικές συνθήκες και συρρικνώνοντας τη δημόσια εκπαίδευση ανοίγει το δρόμο για τη μαζική εγκατάλειψη του σχολείου, την εκτόξευση της μαθητικής διαρροής για τα μεγάλα τμήματα που βυθίζονται στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. «Το να κατηγορούμε τους καθηγητές για τα άσχημα αποτελέσματα στα τεστ, σε αστικά σχολεία με υψηλά ποσοστά φτωχών και σαφώς μη προνομιούχων μαθητών, καταγόμενων από κακόφημες περιοχές και προερχόμενων από διαλυμένες οικογένειες, είναι σα να κατηγορούμε έναν αγρότη, επειδή είχε κακή συγκομιδή μετά από περίοδο ξηρασίας. Είναι σα να κατηγορούμε έναν οδηγό λεωφορείου επειδή δεν τήρησε τα δρομολόγια, ενώ μεγάλο μέρος της διαδρομής που έπρεπε να διανύσει ήταν πλημμυρισμένη». (Paul Street, Χτυπώντας το Νεοφιλελευθερισμό στο Σικάγο) ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ - ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ Κατηγορία 3η: Διεξαγωγή της διδασκαλίας και αξιολόγηση των μαθητών Περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: α) Προετοιμασία μαθητών για τη διδασκαλία. β) Διδακτικές ενέργειες και εκπαιδευτικά μέσα. γ) Ενέργειες μαθητών κατά τη διαδικασία μάθησης. δ) Εμπέδωση της νέας γνώσης και αξιολόγηση των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ούτε «μοναδικός ένοχος»- ούτε «ολοκληρωτικά αθώος» για όσα συμβαίνουν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κανείς, όμως, σοβαρός μελετητής των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων δε θεωρεί αποκλειστικές παραμέτρους στην εκπαίδευση τα ζωντανά της στοιχεία (μαθητές – εκπαιδευτικοί). Μια σειρά άλλοι όροι, όπως το αναλυτικό πρόγραμμα, η υποδομή, τα βιβλία, ο κοινωνικός περίγυρος, η τιμή του απολυτηρίου, ο μισθός εργασίας, οι παιδαγωγικές μέθοδοι είναι εξίσου σημαντικοί. Πώς μπορεί ένα τρίτος, ακόμα και ένας … “superman” , παντογνώστης σχολικός σύμβουλος μπορεί να διαγνώσει ότι είναι «ασαφής» ή ότι δημιουργεί «σύγχυση» η ενημέρωση και προετοιμασία των μαθητών, αφού δεν έχει στοιχειώδη εικόνα για το «επίπεδο των μαθητών» που βεβαίως δεν μπορεί να το προσσεγγίσει κανείς ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια; Από την άλλη σε μια τάξη που δεν είναι ενιαία πώς μπορεί να αξιολογηθεί ο προσανατολισμός των μαθητών «στο θέμα, στους στόχους και στη διαδικασία κάθε μαθήματος» και πολύ περισσότερο η ενεργοποίηση της προηγούμενης γνώσης. Όλοι οι μαθητές ομοιόμορφα έχουν κατακτήσει την προηγούμενη γνώση; Ο εκπαιδευτικός που επιμένει στην εμπέδωση της προηγούμενης γνώσης, αν γνωρίζει ότι κάποιοι -πολλοί ή λίγοι- δεν την έχουν εμπεδώσει γιατί να θεωρείται «ελλιπής» και όχι συνεπής προς κάποιες πολύ υψηλότερες παιδαγωγικές και ανθρωπιστικές αξίες που παραγνωρίζουν οι γραφειοκράτες του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α.; Στους «πρόσφορους τρόπους» για την «ανάπτυξη σχετικού προβληματισμού» περιλαμβάνονται γεγονότα και παραδείγματα από την κοινωνική και πολιτική ζωή που είναι «δυσάρεστα» για τους θιασώτες της κυβερνητικής πολιτικής, όπως οι συντάκτες του Π.Δ.; Πώς χαρακτηρίζεται ο εκπαιδευτικός που αναφέρει π.χ. ότι είναι μύθος το «κρυφό σχολειό» ή ότι οι κυβερνήσεις γενικότερα και ειδικότερα την τελευταία τριετία παραβιάζουν κατάφωρα ακόμα και αυτό το αστικό σύνταγμα και έχουν εκχωρήσει την Εθνική Ανεξαρτησία. Ποια παιδαγωγικά και επιστημονικά ρεύματα γίνονται αποδεκτά; Mόνο αυτά που «νομιμοποιεί» η κυρίαρχη ιδεολογία; Πώς οριοθετείται το «επιτρεπτό» για τον εκπαιδευτικό; «Nομιμοποιούνται» οι πρωτοβουλίες των εκπαιδευτικών; Όσο και να προσπαθούν με φλύαρες και δήθεν επιστημονικές προσεγγίσεις μέσα από μια γλώσσα – πινόκιο, να κρυφτούν οι πραγματικοί στόχοι της αξιολόγησης, δεν μπορούν και σε κάποια σημεία αποκαλύπτονται. Στόχος, λοιπόν, η ιδεολογική συμμόρφωση και πειθάρχηση των εκπαιδευτικών, να μπουν στα «διδακτικά τους φέρετρα», ειδάλλως θα έχουν τη σφραγίδα του «ελλιπή» που «κινείται εκτός στόχων ή και περιεχομένου». Με άλλα λόγια, μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου των εκπαιδευτικών υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και μια αντίληψη για την ιδεολογική χειραγώγηση του εκπαιδευτικού, με την επιβολή μιας κρατικής διδακτικής. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ότι σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά πορίσματα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η αλήθεια: «Δεν υπάρχει κώδικας διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα, ούτε μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει περισσότερο».5. «Πολύ καλός» και «εξαιρετικός» είναι ο εκπαιδευτικός αποβλέπει «στη διασφάλιση του βιώματος της επιτυχίας σε όλους τους μαθητές». Για τη μη «κατανόηση» ένοχος είναι ο «ελλιπής» εκπαιδευτικός. Όταν οι μαθητές έρχονται στο σχολείο νηστικοί, εξαντλημένοι, ταλαιπωρημένοι, αγχωμένοι, όταν δεν έχουν στο σπίτι κανένα να τους βοηθήσει, επειδή οι γονείς είναι φτωχοί ή άνεργοι , ούτε το καλύτερο βιογραφικό ενός εκπαιδευτικού, ούτε ο πιο καλοπληρωμένος δάσκαλος δεν μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία. Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι μια σειρά κριτήρια αλληλοαναιρούνται. Για παράδειγμα ο εκπαιδευτικός πρέπει να προσαρμόζει το ρυθμό μάθησης στις ανάγκες των μαθητών, αλλά να μπορεί να βγάλει την ύλη και μάλιστα να την έχουν εμπεδώσει όλοι οι μαθητές. Επίσης ο εκπαιδευτικός πρέπει να μην προβάλλει αξιακά φορτισμένες πεποιθήσεις –αλλά να δείχνει τις επιστημολογικές αντιπαραθέσεις στο θέμα που πραγματεύεται κ.α. Αυτό πώς ερμηνεύεται στη διδασκαλία του Δαρβίνου στη Βιολογία, του καπιταλισμού στην Οικονομία, του Εμφυλίου ή της επανάστασης στην Ιστορία, του Γ. Ρίτσου στη Λογοτεχνία και σε άπειρα, ακόμα παραδείγματα; 6. Αναστοχαστικές αντιπαραθέσεις και άλλα φληναφήματα σε ένα εξεταστικοκεντρικό σχολείο, όπου όλα θυσιάζονται στο βωμό των εξετάσεων. Για να μπορέσει το αστικό σχολείο να επιτελέσει το ρόλο του χρειάζεται, πέρα από τον πειθαναγκασμό, την υπαλληλοποίηση και τη συμμόρφωση του εκπαιδευτικού, να προσδιορίσει άλλους «βασικούς συντελεστές» για την επιτυχία των σκοπών του. H έμφαση αυτή στην «προτυποποίηση» και ομοιομορφία της εκπαιδευτικής και διδακτικής μας πραγματικότητας συνδέεται στενά όχι μόνο με την πρόθεση άσκησης ελέγχου αλλά και με τις ανάγκες τήρησης των ιδεολογικών λειτουργιών του σχολικού μηχανισμού. Mε άλλα λόγια, μέσα από τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου των εκπαιδευτικών υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και μια αντίληψη για την ιδεολογική χειραγώγηση του εκπαιδευτικού με την επιβολή μιας κρατικής διδακτικής. 7. Όσο για τη γνώση που διδάσκεται στο σχολείο, ποια γνώση πρέπει να διδάσκεται και με ποιες μεθόδους, καθώς και ποια γνώση και με τι τρόπο εξετάζεται, αποτελεί και πολιτικό - ιδεολογικό ζήτημα και εμπίπτει στο χώρο της πολιτισμικής αυθαιρεσίας των κυρίαρχων ομάδων που διαμορφώνουν το curriculum. Οι επιλογές αυτές «επιβάλλουν» στον κοινό νου μια απάντηση στο ερώτημα «ποια γνώση είναι χρησιμότερη», καθώς η γνώση που επιλέγεται να διδαχθεί και να εξετασθεί στο σχολείο αποκτά συμβολικό κύρος μέσω των σχολικών μηχανισμών, που τη νομιμοποιούν και την υποστασιοποιούν ως χρησιμότερη από άλλες γνωστικές περιοχές (Young 1971). Αυτό το ζήτημα δεν απασχολεί την αξιολόγηση, η οποία θεωρεί το σχολείο όπως είναι οργανωμένο και τη γνώση που έχει επιλεγεί να διδάσκεται και τον τρόπο με τον οποίο εξετάζεται ως πραγματικότητες αναπόφευκτες, χωρίς εναλλακτικές προτάσεις. Όπως επισημαίνει και ο Giroux (1988: 14) το ερώτημα «Γιατί να διδάσκεται αυτή η γνώση;» υποσκελίζεται από το ερώτημα: «Πώς θα διδάξουμε τη δεδομένη γνώση καλύτερα;». Έτσι, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου καθιστά τον συγκεκριμένο τύπο γνώσης «θέσφατο» αφού ακόμη και αν κάποιος εκπαιδευτικός την αμφισβητήσει και προσπαθήσει να διευρύνει τη διδασκαλία του με άλλα στοιχεία, τα οποία όμως δεν εξετάζονται και κατά συνέπεια δεν αξιολογούνται από τους δείκτες επίδοσης των μαθητών θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους μαθητές, τους γονείς και με τις διοικητικές αρχές της εκπαίδευσης, οι οποίες θα αξιολογήσουν αρνητικά αυτή την «απόκλιση» του από το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο εξετάζεται. Όταν όλη τη χρονιά η εκπαιδευτική διαδικασία υποτάσσεται στις εξεταστικές ανάγκες, τότε εύκολα και ανεπαίσθητα μεταλλάσσεται η μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, καθώς επιβάλλεται κατά κύριο λόγο ο φορμαλισμός και η σχηματοποίηση, όχι μόνο στις πρακτικές αξιολόγησης, αλλά και στο ίδιο το διδακτικό έργο. Τότε η παραπαιδεία κερδίζει έδαφος ως «σώμα και ως πνεύμα» μέσα κι έξω από το σχολικό χώρο, εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο στη δική της λογική. Σε συνθήκες «εξεταστικού ολοκληρωτισμού», όπου η διδασκαλία αφανίζεται, υπάρχει ολοφάνερη ρήξη με το παιδαγωγικό ιδεώδες της προσοχής και υποστήριξης προς τον κάθε μαθητή χωριστά. O «αποτελεσματικός» εκπαιδευτικός, σύμφωνα με μια χυδαία αντίληψη του πελάτη - καταναλωτή, είναι αυτός που προσανατολίζει τη μαθησιακή διαδικασία και προετοιμάζει τους μαθητές μονοσήμαντα για τις εξετάσεις. Οι εξετάσεις γίνονται εργαλεία που μετατρέπουν τη διαδικασία της μόρφωσης σε εξάσκηση για το κυνήγι «χρήσιμων γνώσεων», που αποφέρουν βαθμούς. Έτσι οι γνώσεις αποκτούν ανταλλαξιμότητα, μετατρέπονται σε εμπόρευμα. Για τον «αποτελεσματικό» εκπαιδευτικό δεν έχει σημασία ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια ελεύθερων, υπεύθυνων και δημοκρατικών πολιτών, που να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργητική συμμετοχή και παρέμβασή τους σ' όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας. Σημασία έχει η παροχή «συνταγών επιτυχίας» για τη συγκομιδή βαθμών. Γενικότερα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος το εκπαιδευτικό σύστημα αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων, ικανοτήτων, αλλά και πεποιθήσεων, νοοτροπιών και συμπεριφορών που λειτουργούν για την αναπαραγωγή του. 8. Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ Κατηγορία 4η: Υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: αα) Τυπικές υπαλληλικές υποχρεώσεις. ββ) Συμμετοχή στη λειτουργία της σχολικής μονάδας και στην αυτο – αξιολόγησή της. γγ) Επικοινωνία και συνεργασία με γονείς και φορείς. «Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα των γραφειοκρατών η φάρα στήνει με ζήλο περισσό στο σβέρκο του λαού χορό…» Βολύ Μπίρμαν Η ευκαμψία της μέσης και το τρίπτυχο συμμόρφωση – υποταγή πειθάρχηση συνθέτουν τη συνταγή της επιτυχίας. Υπηρεσιακή συνέπεια σε ένα ιεραρχικά δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα μεταφράζεται σε υποταγή προς τους «ανώτερους» και βέβαια αποτρέπει την ανάληψη πρωτοβουλιών που είναι πέρα από τον ορίζοντα μιας κακώς εννοούμενης δημοσιοϋπαλληλίστικης νοοτροπίας και της κυρίαρχης νοοτροπίας. Μάλιστα χρειάζονται «προτάσεις και πρωτοβουλίες» και «δράσεις» προφανώς και εκτός ωραρίου για να είναι κανείς «πολύ καλός» και «εξαιρετικός». Προφανώς θέλουν τον εκπαιδευτικό «άβουλο και μοιραίο» δημόσιο υπάλληλο και όχι επιστήμονα με κριτική σκέψη. Αυτό φαίνεται από τη διαβάθμιση των κριτηρίων, όπου η υπηρεσιακή συνέπεια έχει συντελεστή 2 και η επιστημονική 0,5. Άρα η συμμόρφωση – πειθάρχηση του εκπαιδευτικού σε ένα αυστηρά ιεραρχικό και πανοπτικό σύστημα ελέγχου και χειραγώγησης είναι ο πυρήνας της αξιολόγησης και όχι η δήθεν «ανάπτυξη» και «εξέλιξή» του. Προφανέστατα δεν επαρκεί το σκύψιμο και η υποταγή. Χρειάζεται όλη η ζωή του εκπαιδευτικού να κινείται γύρω από το σχολείο του αυταρχισμού και της αμάθειας. Δεν υπάρχει ωράριο και ελεύθερος χρόνος. Πανταχού παρών ο εκπαιδευτικό μέχρι και σε «καθοδηγητή» των γονιών μετατρέπεται. Επιδιώκοντας να μετρήσουν και να βαθμολογήσουν μέχρι και την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους γονείς στοχεύουν να ελέγξουν τον τρόπο σκέψης, συμπεριφοράς, ακόμα και τον τρόπο που μιλά ο εκπαιδευτικός σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, κανόνες και αξίες. Η ιδεολογική χειραγώγηση και ο διοικητικός πειθαναγκασμός διαμορφώνουν όρους υποταγής και καταπίεσης στο σχολείο. 9 Γενικότερα η κυβέρνηση -εφαρμόζοντας το σχέδιο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, κεφαλαίου για την εκπαίδευση- κονιορτοποιεί δικαιώματα και κατακτήσεις, οδηγώντας τους εκπαιδευτικούς στον εργασιακό μεσαίωνα και τη δημόσια εκπαίδευση στην πλήρη κατεδάφιση. Θέλουν τον εκπαιδευτικό – λάστιχο, χωρίς δικαιώματα, περιπλανώμενο από σχολείο σε σχολείο και από τον ένα νομό στον άλλο, πάμφτωχο και άβουλο, σε ένα σχολείο που θα προετοιμάζει ένα ευέλικτο, αμόρφωτο και υπάκουο εργατικό προσωπικό. Με το νόμο 4093/2012, το περιβόητο Μνημόνιο διαμορφώνουν ένα εργασιακό τοπίο βαρβαρότητας που κρατά τους εκπαιδευτικούς όμηρους του διοικητικού μηχανισμού και της κυβέρνησης, χωρίς δικαιώματα και σκυφτούς μπροστά σε μια αυταρχική εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η άρση του αμετάθετου. Υποχρεωτικές μεταθέσεις, ανεξάρτητα από την οργανική θέση, με απόφαση υπουργού. Οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο εξής θα μετατίθενται «για το συμφέρον της εθνικής οικονομίας και την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και με δαπάνη του Δημοσίου από σχολείο σε σχολείο σε όλη την επικράτεια, ανεξαρτήτως βαθμίδας εκπαίδευσης και οργανικής θέσης, με απόφαση του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Επιπλέον οι εκπαιδευτικοί γίνονται πλέον βορά σε κάθε επίδοξο διώκτη τους, από τους εντός κι εκτός τροϊκανούς, ως και κάθε «αγανακτισμένο» ή παραπονούμενο γονέα ή τοπικό «άρχοντα», ανά πάσα στιγμή θα είναι προς «τύλιγμα σε μία κόλα χαρτί»! Εύκολα με βάση το σιδερένιο πειθαρχικό πλαίσιο βλέπουν το δρόμο προς την αργία, τη διαθεσιμότητα και την απόλυση, αν εμπλέκονται σε οιαδήποτε διοικητική ή ποινική δίωξη, ενώ καταργείται ακόμα και το τεκμήριο της αθωότητας. Ο εργασιακός μεσαίωνας επελαύνει, το καθεστώς εργασιακής τρομοκρατίας οικοδομείται. Οιοσδήποτε γραφειοκράτης, αξιολογητής μπορεί να τιμωρεί όποιον και όποια εκπαιδευτικό- υπάλληλο του αρέσει κατηγορώντας για «αναξιοπρεπή ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας». Ο Big Brother παραμονεύει και εκτός εργασίας ακόμα και για την εξωτερική εμφάνιση! Επιπλέον για τους αναπληρωτές … απαγορεύονται οι ασθένειες πλέον των 15 ημερών και οι εγκυμοσύνες επί ποινή απόλυσης! Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ Κατηγορία 5η: Επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού περιλαμβάνει τα εξής κριτήρια: αα) Τυπικά προσόντα και επιστημονική ανάπτυξη. ββ) Επαγγελματική ανάπτυξη. Για τους τεχνοκράτες μετράει η πιστοποιημένη και όχι η ουσιαστική γνώση και μόρφωση. Τα πάντα πιστοποιημένα και με τη βούλα του κράτους. Από τα πτυχία μέχρι τα σεμινάρια. Το πτυχίο υποβαθμίζεται, μετά βίας αρκεί για να χαρακτηριστεί ο εκπαιδευτικός «επαρκής». To μεταπτυχιακό ή διδακτορικό κάνει τον «εξαιρετικό» εκπαιδευτικό, σύμφωνα με τους γραφειοκράτες. Αλήθεια πιστεύει κανείς ότι είναι σοβαρός και μετρήσιμος δείκτης το μεταπτυχιακό ή το διδακτορικό ειδικότερα σε μια χώρα με πληθωρισμό άκρως εξειδικευμένων, αλλά και πλαστών τίτλων; Την πλαστότητα ή τη γνησιότητα των τίτλων θα τους κρίνουν άραγε τα ίδια τα στελέχη της εκπαίδευσης που χρησιμοποιούν ακόμα και πλαστούς τίτλους; Ο τεχνοκράτης, υπάκουος και ευλύγιστος εκπαιδευτικός που τρέχει για κατακερματισμένες γνώσεις πιστοποιημένες από κάθε κρατικό φορέα είναι το πρότυπό τους και όχι ο μάχιμος εκπαιδευτικός με γενική και ανθρωπιστική παιδεία. Και όμως, διαχρονική αξία έχει η ρήση του Δ. Γληνού «η μόρφωση δεν είναι ζήτημα γνώσης, είναι ζήτημα ζωής…». Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να μπαίνει στα κουτάκια των μανδαρίνων του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Παράλληλα επιδιώκεται η κατάταξη και κατηγοριοποίηση του κλάδου καλλιεργώντας αυταπάτες σε όσους εκπαιδευτικούς έχουν επιπλέον προσόντα για επαγγελματική ανέλιξη. Έτσι διευκολύνεται η διαμόρφωση μιας «κουλτούρας αξιολόγησης» και ενός «αξιολογικού σώματος» μέσα στον κλάδο που με πενιχρές αμοιβές που θα υλοποιεί το έργο της αξιολόγησης – κατηγοριοποίησης των εκπαιδευτικών. * O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και εκπρόσωπος των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων – Συσπειρώσεων – Κινήσεων στο Δ.Σ. του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. της Ο.Λ.Μ.Ε. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1.Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση, Ποιος, ποιον και γιατί, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2002 2. Κώστας Θεριανός – Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας – Θανάσης Τσιριγώτης, Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση, Εκδόσεις ΑΑ Λιβάνη, Αθήνα 2007 3. Κώστας Θεριανός – Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Το «εγχειρίδιο» του καλού εκπαιδευτικού, Παρατηρήσεις για τη στάση του εκπαιδευτικού στην τάξη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007 4. Χρήστος Κάτσικας, Λευκές κόλλες σε μαύρο μέλλον, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013. 5. Γιώργος Μαυρογιώργος, Εκπαιδευτικοί και Αξιολόγηση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα 1992 6. ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Το προεδρικό Διάταγμα να μείνει στα χαρτιά!, Προκήρυξη, Ιανουάριος 2013 7. Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Κρίση του Σχολείου και Εκπαιδευτική Πολιτική, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1998. 8. Γιώργος Κ. Καββαδίας – Χρήστος Κάτσικας, Η Ανισότητα στην Ελληνική Εκπαίδευση, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2000. 9. Αγωνιστικές ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ – ΚΙΝΗΣΕΙΣ Δ.Ε, Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση, Ποιος, Ποιον, Τι, Πώς και Γιατί, Σεπτέμβρης 2012.