ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑ;
Το «νέο σχολείο» της αγοράς.
Από τον Γιώργο Κ. Καββαδία, εκπαιδευτικό - ερευνητή, http://gkavadias.blogspot.com
Οι πρόσφατες εξαγγελίες για το «νέο σχολείο» σηματοδοτούν ένα νέο κύκλο αλλαγών και αλυσιδωτών εκρήξεων στην εκπαίδευση. Εκφράζουν μια μορφή εκπαίδευσης συνδεόμενη όλο και πιο στενά με τις ανάγκες της αγοράς. Με λαϊκιστικά συνθήματα τύπου «πρώτα ο μαθητής» υπονομεύουν τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ένα από τα τελευταία απομεινάρια του κατεδαφισμένου «κράτους – πρόνοιας».
Η γενική – ανθρωπιστική εκπαίδευση και ως έννοια χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο και ανασημασιοδοτείται, ώστε μαζί με την κατάρτιση να αποτελούν εργαλεία στην υπηρεσία της οικονομίας. Οι επίσημες διακηρύξεις αναφέρονται στη «βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα», για ένα «εκπαιδευτικό σύστημα ανταγωνιστικό στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης… ». Το σχολείο και οι σχολές προορίζονται να τροφοδοτούν την αγορά με εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής, θα μπορεί να επανακαταρίζεται διαδοχικά σε δεξιότητες που, κατά περίπτωση, θα επιζητούν οι επιχειρήσεις. Οι δεξιότητες που προσφέρει μια κατάρτιση δίχως ενιαία και ολόπλευρη μόρφωση, απαξιώνονται γρήγορα, από την εξέλιξη και μόνο της τεχνολογίας. Έτσι η περιβόητη «δια βίου εκπαίδευση» ξεπέφτει σε μια εργαλειακή ειδίκευση και κατάρτιση. Η εύηχη προοπτική της «δια βίου εκπαίδευσης» είναι συμπληρωματική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της κυρίαρχης τάσης να καταργηθεί κάθε έννοια εργασιακού δικαιώματος.
« Η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης» εξαγγέλλεται ως ένας βασικός στόχος του «νέου σχολείου». Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργεί και η αξιολόγηση με βάση τις αρχές και τους στόχους του «νέου σχολείου»: «Γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση. Ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες». Με άλλα λόγια η «ποιότητα» ισοδυναμεί με «γνώσεις» και δεξιότητες που απαιτεί η αγορά, η οποία στο «αποκεντρωμένο» σχολείο εμπλέκεται άμεσα στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, στον εκσυγχρονισμό των μέσων διδασκαλίας και στην αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών.
Επιδιώκεται έτσι να διαμορφωθεί ένας τύπος ανθρώπου και, κυρίως, εργαζομένου που πρέπει να είναι ευέλικτος και προσαρμόσιμος στις αλλαγές στην αγορά εργασίας και κυρίως παραγωγικός και πειθήνιος. Το «νέο σχολείο» προκρίνει στη θέση της μόρφωσης και της ολοκληρωμένης γνώσης την εκμάθηση δεξιοτήτων, τη συσσώρευση πληροφοριών και ασπόνδυλες γνώσεις.
Όσο για τις μεγαλόστομες εξαγγελίες για την εισαγωγή των Νέων Τεχνολογιών (διαδραστικοί πίνακες, υπολογιστής σε κάθε θρανίο, ηλεκτρονικό βιβλίο κ.α.), μοιάζουν τουλάχιστον υποκριτικές και χλευάζονται από την σκληρή πραγματικότητα, αφού η λιτότητα και οι περικοπές (10% στις πιστώσεις του προϋπολογισμού ή κατά 781 εκ. ευρώ) στην εκπαίδευση αναπαράγουν τα χρόνια προβλήματα: παμπάλαια κτίρια, χωρίς υποδομές, εργαστήρια και χώρους άθλησης, με 30 μαθητές ανά τμήμα, με δραματική μείωση διορισμών, με κακοπληρωμένους, χωρίς επιμόρφωση και απαξιωμένους από την εξουσία εκπαιδευτικούς.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι αναγκαία η ορθολογική οργάνωση της εκπαίδευσης με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, μα και τις ανάγκες των νέων. Γι’ αυτό και το σχολείο οφείλει να γνωρίσει σε όλους τους μαθητές τα βασικά στοιχεία όλων των εφαρμοσμένων και ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά και τα βασικά στοιχεία της βιομηχανικής, αγροτικής παραγωγής και της αναπτυσσόμενης τεχνολογίας. Μόνο αυτή η ενιαία και ολόπλευρη μόρφωση μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες μιας ανάπτυξης σε όφελος των ανθρώπων και όχι των κερδών.