ΕΘΝΟΣ ( Επωνύμως ), Παρ. 3 – 7 - 2010
Πίσω από τα κλισέ περί «γιορτής του ποδοσφαίρου» που συνοδεύουν το 19ο Μουντιάλ και την αναμφισβήτητη μαγεία της «jabulani» (= έλα να το γιορτάσουμε), της περιβόητης μπάλας, δεν μπορεί να κρυφτεί η πραγματικότητα. Η ραγδαία εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και η εξέλιξή του σε έναν σημαντικό κλάδο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας χαρακτηρίζει την εποχή μας. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ολοένα και περισσότερο παρεμβαίνουν στην ουσία του αθλητισμού αλλοτριώνοντας τη φύση του.
«Πρωταθλητές» του Μουντιάλ είναι οι επτά μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες. Πάνω από 2,4 δις. δολάρια έχει πληρώσει ο λαός της Νότιας Αφρικής, ενώ το συνολικό κόστος των αγώνων αναμένεται να φτάσει τα 8,6 δις. δολάρια. Οι σπόνσορες αναμένεται να βγάλουν συνολικά 147 δις. δολάρια. Παράλληλα το ποδοσφαιρικό δουλεμπόριο ανθεί. Πρόκειται για το φαινόμενο του «νεοαποικισμού» που χιλιάδες παιδιά από την Αφρική, αλλά και από την Ασία και τη Λατινική Αμερική υποθηκεύουν ακόμα και τα φτωχόσπιτά τους κυνηγώντας το όνειρο να γίνουν ποδοσφαιριστές και καταλήγουν μικροπωλητές ή ακόμα και στα φανάρια των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Πέρα από την οικονομική διάσταση, το ποδόσφαιρο δε λειτουργεί μόνο ως βιομηχανία θεάματος, οργανώνεται και αξιοποιείται από την εξουσία και ως μηχανισμός πολιτικής και ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι βέβαιο ότι στη «γιορτή του ποδοσφαίρου» είναι απρόσκλητα τα εκατομμύρια των φτωχών που υπολογίζονται στο 42,9% του πληθυσμού της Ν. Αφρικής και ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα! Οι άνεργοι που το ποσοστό τους στη Νότια Αφρική έχει φτάσει το 25% ! Το 24% του πληθυσμού ζει χωρίς τρεχούμενο νερό, το 20% χωρίς ηλεκτρικό, ενώ χρειάζονται να κατασκευαστούν 2 εκ. κατοικίες για να στεγαστούν οι «κολασμένοι» των παραγκουπόλεων. Άπειρα τα παραδείγματα πολιτικής εκμετάλλευσης του ποδοσφαίρου από τα φασιστικά και όχι μόνο καθεστώτα. Από το Μουντιάλ του 1934 που με το ζόρι κατάκτησε η Ιταλία επί Μουσολίνι, αλλά και το 1978 η Αργεντινή του δικτάτορα Βιντέλα. Άλλοτε χρησιμοποιείται ως μέσο έξαψης των εθνικιστικών συναισθημάτων. Κορυφαίο παράδειγμα ο πόλεμος των 100 ημερών Σαλβαδόρ και Ονδούρας που ήταν η συνέχεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα και κόστισε 6.000 νεκρούς.
Υπάρχουν, όμως και αντίστροφα παραδείγματα. Από τις νίκες της Δυναμό Κιέβου επί των Ναζί μέχρι τη νίκη το 1949 της ποδοσφαιρικής ομάδας Α΄ και Γ΄ τάγματος Μακρονήσου επί του Ολυμπιακού. Παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη άποψη του Α. Γκράμσι. «Η μπάλα είναι το βασίλειο της ανθρώπινης πίστης, στημένο στον χώρο της ελευθερίας».
Δεν μπορεί από μόνο του το ποδόσφαιρο να αποτελέσει «όπιο του λαού». Ούτε να ενοχοποιηθεί για όλα τα δεινά. Εξάλλου ως παιχνίδι είναι εξαιρετικά συναρπαστικό. Προσφέρει ομορφιά, δράση, συγκινήσεις. Είναι «το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο τέχνης» (Μ. Αναγνωστάκης). Έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι είναι το πιο απρόβλεπτο σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα, από όλα τα ομαδικά αθλήματα. Η «Jabulani», η σύγχρονη πόρνη παραφράζοντας τον Ι. Όσιμ είναι ελκυστική και γοητευτική. Η γοητεία της συνίσταται ότι είναι άστατη και κανείς δεν ξέρει ποτέ πού και πώς θα καταλήξει.