Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η ΘΕΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

Στο επίκεντρο των συζητήσεων για τις πανελλαδικές εξετάσεις για μια ακόμα χρονιά βρίσκεται το θέμα της Ν. Γλώσσας. Συγκεκριμένα δόθηκε στους υποψηφίους ένα τμήμα ενός άρθρου από την εφημερίδα «Καθημερινή» του δημοσιογράφου Π. Μανδραβέλη που συγχέει τις έννοιες της γνώσης και της πληροφόρησης και χαρακτηρίζει ως «γκρίνια» κάθε αντίθετη άποψη για το ρόλο του διαδικτύου. Το κείμενο λαϊκιστικά αναφέρεται στον «εκδημοκρατισμό της γνώσης» μέσω του διαδικτύου, παραποιώντας τις έννοιες (ο εκδημοκρατισμός αφορά τους θεσμούς και όχι τη γνώση) και σε «μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση» παραπλανώντας τους νέους για… «τη δημοκρατία του internet». Η αλήθεια είναι ότι η γνώση ούτε αποσπάται εύκολα και ισότιμα (!), μέσω του διαδικτύου, ούτε προσφέρεται ως ...πακέτο από τις διάφορες ιστοσελίδες του.
Δεν πρόκειται για κείμενο προβληματισμού, αλλά θεοποίησης και θρησκοληπτικής αντιμετώπισης του διαδικτύου. Χαρακτηριστικά ακόμα και ο τίτλος «γκρίνιες για το διαδίκτυο» φανερώνει την υποβάθμιση κάθε κριτικής και αντίθετης άποψης προς την άκριτη τεχνο – φιλία και τον τεχνοκρατισμό. Αυτό διαπιστώνεται και από το περιχόμενο του κειμένου που άκριτα και δογματικά θεοποιεί την τεχνολογία και το διαδίκτυο. Το διαδίκτυο εξ ορισμού ταυτίζεται με το Καλό και την Πρόοδο. Στον Παράδεισο του διαδικτύου δεν υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, ακόμα και οι απόψεις για «ψηφιακό χάσμα» στιγματίζονται ως «γκρίνια». Παραλληλίζει τις ενστάσεις και την κριτική που ασκούν πολλοί διανοούμενοι με αυτές των σκοταδιστών «μοναχών του Μεσαίωνα βλέποντας την πλημμύρα των αιρετικών κειμένων που άρχισαν να βγαίνουν από τις τυπογραφικές μηχανές»…
Και όμως, η «έκρηξη» του διαδικτύου αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες και δημιουργεί νέα. Η έλλειψη εξοπλισμού σπρώχνει στο περιθώριο εκατομμύρια ανθρώπων. Την ώρα που οι μανδραβελολάγνοι θεματοθέτες του ΥΠΔΒΜΘ θεοποιούν το διαδίκτυο ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη δε γνωρίζει τη χρήση του τηλεφώνου. «Αγνοούνται» οι σχέσεις κυριαρχίας και ιεραρχίας που επιτρέπουν στους οικονομικά ισχυρούς στις μεγάλες επιχειρήσεις να ελέγχουν το διαδίκτυο και να λειτουργούν ως φίλτρα των πληροφοριών, να συνεργάζονται με καταπιεστικα καθεστώτα. Όπως το παράδειγμα της Google με την Κίνα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στο σχολικό τονίζεται ότι: «Η κοινωνική ανισότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού είναι στο εξής άμεσα συνδεδεμένα με τις αυξανόμενες ανισότητες πρόσβασης στην πληροφόρηση και στην ταξινομημένη γνώση». (σ. 193, Κ. Τσουκαλάς) και ακόμα: «Όσον αφορά το εσωτερικό των ανεπτυγμένων κρατών, μελέτες δείχνουν την αδυναμία που θα έχουν φτωχότερα ή γεωγραφικώς απομακρυσμένα κοινωνικά στρώματα να κάνουν χρήση των «νέων μέσων». Η δε «πληροφοριακή ανισότητα» προβλέπεται να οξύνει στο έπακρο τις σχέσεις Βορρά – Νότου».
Όλα αυτά οι υποψήφιοι πρέπει να τα «ξεχάσουν» και να στηρίξουν τις ατεκμηρίωτες απόψεις του Π. Μανδραβέλη. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η Ν. Γλώσσα – η Έκθεση είναι προνομιακό μάθημα αναπαραγωγής και εμπέδωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Με αποτέλεσμα να καταπνίγεται ο αυθορμητισμός και να εθίζονται οι μαθητές στην ανειλικρίνεια και την υποκρισία. Ακόμα περισσότερο ναρκώνεται η κριτική σκέψη και παθητικά γίνονται αποδεκτές οι υποτιθέμενες «αιώνιες και γενικού κύρους αλήθειες», με στόχο να διαμορφώνονται ανελεύθερες προσωπικότητες.
Επιπλέον το συγκεκριμένο κείμενο «πάσχει» και γλωσσικά. Πρόκειται για ένα απλό, σύνηθες κείμενο από την τρέχουσα δημοσιογραφική καθημερινότητα με αρκετά εκφραστικά σφάλματα: «μια πιο ισότιμη πρόσβαση» «δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας» κ.α. Από τον Σεφέρη και τόσους αναγνωρισμένους λογοτέχνες και δοκιμιογράφους το χάσμα είναι μεγάλο. Αυτό όμως το αγνοούν οι «πρόθυμοι» και αδιάβαστοι θεματοθέτες του ΥΠΔΒΜΘ.
Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το θέμα συνδέεται με τα τόσο …εύηχα περί «ψηφιακού σχολείου» και την υποβάθμιση της γνώσης σε αποσπασματική και κατακερματισμένη πληροφόρηση. Και είναι αλήθεια ότι οι επιλογές των δύο τελευταίων χρόνων προβάλλουν έναν έντονο και μανιώδη τεχνοκρατισμό σαν να επιδιώκουν να καλύψει μιαν εκπαιδευτική πολιτική που αποδομεί το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, ανάγει τις Νέες Τεχνολογίες σε μαγικό ραβδί που θα λύσει όλα τα εκπαιδευτικά και μορφωτικά προβλήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και το θέμα που δόθηκε στους υποψηφίους των Εσπερινών Λυκείων αναφερόταν στο κινητό τηλέφωνο και σε προβλήματα που συνδέονται με αυτό. Παρόμοιο θέμα είχε δοθεί και στις περσινές επαναληπτικές εξετάσεις των Εσπερινών Λυκείων! Ενώ και το 2009, πάλι στις εξετάσεις των Εσπερινών Λυκείων, το θέμα αφορούσε «το θετικό και αρνητικό ρόλο του διαδικτύου». Επίσης στις εξετάσεις του 2009 το δεύτερο ζητούμενο αφορούσε «τρόπους που θα συμβάλλουν στην αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και γνώσης».
Με άλλα λόγια επιδιώκουν να κυριαρχήσει η νεοφιλελεύθερη άποψη ότι η γνώση δεν είναι πια κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα, αλλά ατομική δυνατότητα και εμπόρευμα. Η λογική «κάν’ το μόνος σου» με την βοήθεια των υπολογιστών και της τεχνολογίας επιδιώκεται να αντικαταστήσει τη συλλογική δράση για το δικαίωμα στη μόρφωση. «Στον κυβερνόχωρο λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις δυνατότητές του», γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Μανδραβέλης. Επομένως, αφού υπάρχουν οι νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο, δεν πρέπει να διεκδικούμε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που να παρέχει σύγχρονες γνώσεις για όλους. Η λογική «κάν’ το μόνος σου» με την βοήθεια των υπολογιστών και της τεχνολογίας επιδιώκεται να αντικαταστήσει τη συλλογική δράση για το δικαίωμα στη μόρφωση.
Το εκπαιδευτικό κίνημα στις αναπτυγμένες χώρες ασκεί σοβαρή κριτική στη θεοποίηση της τεχνολογίας και τις εφαρμογές της. Σύγχρονες παιδαγωγικές μελέτες απέδειξαν ότι ο νέος τεχνοκρατισμός διόλου δεν καλυτέρευσε το πνευματικό επίπεδο της νεολαίας. Ο κίνδυνος να μετατραπεί η εκπαίδευση σε μηχανιστική διαδικασία και οι μαθητές να θεωρούν κάθε άχρηστη πληροφορία γνώση και γενικότερα να ζουν μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα, είναι ορατός.
Η τεχνολογία δεν πρέπει ούτε να θεοποιείται ούτε να δαιμονοποιείται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νέες τεχνολογίες είναι ένα χρήσιμο, απαραίτητο και αυτονόητο εργαλείο με την προϋπόθεση ότι συνδέονται με μια πολιτική ενίσχυσης του δημόσιου σχολείου που αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις με γνώμονα την ανάπτυξη της προσωπικότητας τους και όχι την «ενίσχυση της επιχειρηματικότητας» και τη μετατροπή τους σε παραγωγικές μονάδες – καύσιμη ύλη των επιχειρήσεων.